του Αρχιμανδρίτου Ιωακείμ Οικονομίκου.

Σήμερα με αφορμή την εορτή των Τριών Ιεραρχών, θα μιλήσουμε για την σύνδεση του Ελληνισμού με τον Χριστιανισμό, και την δημιουργία αυτού του μεγάλου Ελληνοχριστιανικού Πολιτισμού, του πολιτισμού πού έγραψε την δική του ιστορία, αφού αυτός πέρασε μέσα από το Ελληνικό Βυζάντιο, ή καλύτερα μέσα από την Ελληνική Ρωμηοσύνη, την Ρωμαίϊκη Αυτοκρατορία, αυτήν πού κάποιοι  σύγχρονοι Έλληνες οι οποίοι ασπάστηκαν τον νεοπαγανισμό, την κατηγορούν ως δήθεν μη Ελληνική, αφού όπως λένε κατάστρεψε κάθε τι το Ελληνικό. Αυτό είναι πέρα για πέρα λάθος, αλλά είναι και μια ιστορική ανακρίβεια, αφού το Ελληνικό Βυζάντιο, είναι αυτό πού συνέχισε την παράδοση της Αρχαίας Ελλάδος, αλλά είναι αυτό πού έθεσε τα θεμέλια του νεοτέρου Ελληνισμού. Διότι θα πρέπει επιτέλους να καταλάβουν όλοι αυτοί, ότι ο νεότερος Ελληνισμός, δεν μπορεί να σταθεί και δεν μπορεί να υπάρξει εάν βγάλουμε τον Μεσαιωνικό Ελληνισμό. Και αυτός ο Μεσαιωνικός Ελληνισμός, είναι αυτός πού αναπτύχθηκε μέσα στην Ρωμηοσύνη, μέσα στο Βυζάντιο, με γνώμονα την Ελληνική Φιλοσοφία και Γραμματεία, αλλά και τον Χριστιανισμό, ο οποίος έδωσε άλλη ώθηση και άλλη διάσταση τόσο στην αρχαία γραμματεία, αλλά και σε αυτόν τον ίδιο τον Ελληνισμό. Έτσι  θα δούμε πώς οι Πατέρες της Εκκλησίας και μάλιστα οι τρεις Ιεράρχες   ένωσαν  τον Ελληνισμό με τον Χριστιανισμό, αλλά θα δούμε και το κοινωνικό τους έργο, ένα έργο το οποίο είναι πολυσήμαντο και πολυδιάστατο.    
Ο Ιανουάριος είναι ο μήνας με τις μεγαλύτερες εορτές, από πλευράς Πατέρων και Ασκητών. Μέγας Βασίλειος, Γρηγόριος
Θεολόγος, Ιωάννης ο Χρυσόστομος, Μέγας Αντώνιος, Μέγας Ευθύμιος, Διονύσιος ο εν Ολύμπω, Εφραίμ ο Σύρος και άλλοι. Στις 30 του μηνός Ιανουαρίου, η Εκκλησία μας έβαλε να εορτάζονται όλοι μαζί οι Τρεις Ιεράρχες, οι οποίοι αν και έχει ο καθένας την δική του ξεχωριστή εορτή, εν τούτοις επειδή είχε προκύψει στην Βασιλεύουσα πρόβλημα για το ποιός από τούς Τρείς είναι ο καλύτερος, γι’ αυτό και η συνείδηση της Εκκλησίας, καθόρισε να εορτάζονται και οι Τρείς μαζί σε μια σύναξη, ύστερα από το όραμα πού είδε ο ευσεβής Επίσκοπος Ευχαΐτων Ιωάννης Μαυρόπους τον 11ο αιώνα. Από τότε αυτοί οι τρεις Ιεράρχες, έγιναν προστάτες της Παιδείας και των Ελληνικών Γραμμάτων.  
Βεβαίως μετά την απελευθέρωση και την δημιουργία του πρώτου Ελληνικού Κράτους το 1830, αποφασίστηκε η εορτή αυτή να
καθιερωθεί ως επίσημη εορτή της Παιδείας, και γι’ αυτό τα Σχολεία εκείνη την ημέρα είναι κλειστά, ενώ παντού γίνονται μνημόσυνα και  δεήσεις, για την ανάπαυση των ψυχών των Μεγάλων Ευεργετών και Δωρητών, αλλά και διδασκάλων του Ευσεβούς ημών Γένους. Στο Σεπτό Οικουμενικό Πατριαρχείο μας, όπου τελείτε Πατριαρχική και Συνοδική χοροστασία στον Πάνσεπτο Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι, στο τέλος της Θείας Λειτουργίας, ο Πατριάρχης ευλογεί τα κόλλυβα, τα οποία προσκομίζουν οι μαθητές και οι καθηγητές της Πατριαρχικής Μεγάλης του Γένους Σχολής πού βρίσκεται στο Φανάρι.  Το Σχολείο αυτό είναι το αρχαιότερο του Γένους μας πού λειτουργεί, αφού ξεκίνησε με την μορφή πού γνωρίζουμε το 1454, ένα μόλις χρόνο μετά  από την Άλωση της Πόλης. Κάποια στιγμή θα κάνουμε ειδική εκπομπή γι’ αυτό το τόσο σημαντικό Σχολείο του Γένους μας, άλλωστε έχουμε ηθική υποχρέωση μια και φιλοξενήσαμε δύο φορές του Μαθητές και τους Καθηγητές, αλλά και τους Εφόρους της Σχολής του Γένους στην Κατερίνη, και εκεί θα έχουμε την ευκαιρία να πούμε πολλά σχετικά με την ελληνικότητα του Βυζαντίου, αλλά και για την Πατριαρχική Μεγάλη του Γένους Σχολή.    
Επειδή λοιπόν η ημέρα των Τριών Ιεραρχών είναι αφιερωμένη στην Παιδεία και τα γράμματα, γι’ αυτό σήμερα όπως είπαμε, θα
ήθελα να ασχοληθούμε μέσα από αυτήν την εκπομπή, με τι άλλο, παρά με τα γράμματα και κυρίως με τον Ελληνισμό και τον Χριστιανισμό, και πώς αυτά τα δύο Οικουμενικά μεγέθη, μπόρεσαν να ενωθούν  και να δημιουργήσουν τον Ελληνοχριστιανικό πολιτισμό.  
Πρίν προχωρήσουμε στην ανάλυση του θέματος, θα ήθελα να σταθώ για λίγο στην επικράτηση αυτής της εορτής, έτσι για να
μάθουμε και εμείς οι νεότεροι, πώς, αλλά και ποια ήταν η αιτία αυτής της τόσο σημαντικής εορτής.  
Τον 11ο αιώνα, επί της Βασιλείας του Αλεξίου του Α΄ του Μεγάλου Κομνηνού (1081-1118), εμφανίστηκε μια έριδα ανάμεσα
στους διανοουμένους της εποχής και τον απλό κόσμο για το ποιος από τους Τρεις Ιεράρχες είναι ο σπουδαιότερος και ο καλύτερος. Έτσι οι κάτοικοι είχαν χωριστεί στους «Βασιλείτες», πού υποστήριζαν τον Μεγάλο Βασίλειο, στους «Ιωαννίτες», πού υποστήριζαν τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο, και τέλος στους «Γρηγορίτες» πού υποστήριζαν τον Γρηγόριο τον Θεολόγο. Την εποχή εκείνη υπήρχε ένας ενάρετος Επίσκοπος στα Ευχάϊτα της Μικράς Ασίας ονόματι Ιωάννης. Αυτός είδε σε όραμα τους Τρεις Ιεράρχες, οι οποίοι τον είπαν ότι αποτελούν μια ενότητα, γιατί καίτοι έζησαν σε διαφορετικές εποχές, ο Βασίλειος και ο Γρηγόριος ήταν σύγχρονοι, αφού σπούδασαν μαζί και στην Αθήνα, ενώ ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος ζή λίγα χρόνια μετά, το ίδιο Άγιον Πνεύμα ενεργούσε δι’ αυτών. Έδωσαν δε σε αυτόν τον Επίσκοπο Ευχαΐτων Ιωάννην την εντολή να θεσπίσει μια κοινή εορτή και για τους Τρεις. Αυτοί οι Τρεις μπόρεσαν να ενώσουν την Ελληνική Φιλοσοφία με τον Χριστιανισμό και να δημιουργήσουν τον Πολιτισμό πού γνωρίζουμε σήμερα.   
Για να γίνει όμως αυτό κατανοητό, θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε πρώτα κάποια πράγματα. Και πρώτον τι εννοούμε όταν λέμε
Ελληνισμός και Ελληνική Φιλοσοφία.  
Όταν μιλάμε και λέμε για τον Ελληνισμό, δεν εννοούμε  κάτι το ενιαίο, διότι η φιλοσοφία, η διδασκαλία και όλα αυτά τα στοιχεία
πού συνθέτουν τον πολιτισμό μας δεν ήταν ενιαία, αλλά αναπτύχθηκαν σταδιακά και ξεχωριστά το καθένα, αφού υπήρχαν περίοδοι του Ελληνικού πολιτισμού όπου στοιχεία από την μια διδασκαλία περνούσαν στην άλλη, αλλά και πολλές φορές τα στοιχεία αυτά ήταν αντιφατικά μεταξύ τους. Έτσι οι Έλληνες ξεκινούν από την μαγική θρησκεία, όπου λατρεύεται η φύση η οποία συνιστά μια κατώτερη θρησκεία. Είναι η πρώτη μορφή της θρησκείας των αρχαίων Ελλήνων, γι’ αυτό και είναι τόσο χαμηλά. Στην συνέχεια εμφανίζεται ο ανθρωπομορφισμός με την λατρεία των Θεών του Ολύμπου. Τα ανθρώπινα πάθη και οι αδυναμίες, γίνονται θεότητες. Έτσι η ομορφιά ονομάστηκε Αφροδίτη, η ζήλεια Ήρα, η σοφία Αθηνά, η δύναμις Δίας. Στην συνέχεια οι Ίωνες Φιλόσοφοι οι οποίοι  στρέφονται προς την φύση, αποβάλλοντας την θρησκευτική άποψη για την δημιουργία του κόσμου, τον μυστικισμό, με την λατρεία του Ορφέως και του Διονύσου. Ακολουθεί η Οντολογική ερμηνεία της φύσεως όπως αυτή εκφράζεται από τους Ελεάτες- Παρμενίδης και Ηράκλειτος, για να ακολουθήσει η Ιδεαλιστική μεταφυσική του Σωκράτους και του Αριστοτέλους όπου τοποθετείται ο Θεός σε μια διαφορετική διάσταση και όχι σε αυτήν την απλή και ανθρωπομορφική κατάσταση. Αργότερα εμφανίζεται η Μετακλασσική  περίοδος του Ελληνισμού με τους Στωϊκούς και τους Επικουρείους, και τέλος με τον Νεοπλατωνισμό με τον Πλωτίνο και τον Πρόκλο, όπου έχουμε την περίοδο αυτήν την τελευταία αναλαμπή της αρχαίας Ελληνικής φιλοσοφίας.  
Από τα μέχρι τώρα πού είπαμε βγαίνει το συμπέρασμα, ότι ο Ελληνισμός, το μόνο πού τον κάνει να είναι ενωμένος είναι η
Ελληνική Γλώσσα. Απ’ εκεί και πέρα η Φιλοσοφία είναι κομματιασμένη και δανείζει αλλά και δανείζεται, «γονιμοποιεί και γονιμοποιείται». (Μητροπ. Ναυπάκτου Ιεροθέου. Θρησκεία και Εκκλησία στην Κοινωνία. Σελ 373). Έτσι δεν μπορούμε να βάλουμε σε κάποια καλούπια τον Ελληνισμό, αλλά και ούτε μπορούμε να πούμε πιά περίοδος της Ελληνικής σκέψεως και φιλοσοφίας είναι η καλλίτερη.  
Αυτήν την κατάσταση βρήκε ο Χριστιανισμός μετά το τέλος των Διωγμών το 313 μ.Χ. με το Διάταγμα των Μεδιολάνων. Απ’ εκεί
ο Χριστιανισμός ελεύθερος πιά προσπαθεί να βρει τον δρόμο του, ο οποίος όπως φάνηκε τελικά ήταν λαμπρός, αλλά και δύσκολος.   
Ο Χριστιανισμός ως Θρησκεία, όπως την θέλει σήμερα ο κόσμος, βγήκε από τον χώρο της Παλαιστίνης. Στην αρχή θεωρήθηκε
ως μία αίρεση του Ιουδαϊσμού, γι’ αυτό και η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, δεν έδωσε ιδιαιτέρα σημασία. Όταν όμως ο Χριστιανισμός ξεπέρασε τα στενά όρια της Παλαιστίνης και άπλωσε τα φτερά του σε όλον τον τότε γνωστό κόσμο με τις περιοδείες τόσο του Παύλου, όσο και των Αποστόλων σε όλες τις περιοχές, τότε ήρθε σε επαφή με τον Ελληνικό ή καλλίτερα με τον Ελληνιστικό πολιτισμό, αυτόν τον πολιτισμό πού δημιούργησε ο Μέγιστος των Ελλήνων Αλέξανδρος ο Μακεδών. Ήταν λοιπόν φυσικό, οι πρώτοι χριστιανοί, οι πρώτοι Αποστολικοί Πατέρες και στη συνέχεια οι Μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας να μελετήσουν την Ελληνική φιλοσοφία, αφού σπούδασαν κοντά σε μεγάλους Εθνικούς διδασκάλους της εποχής, όπως τον Λιβάνιο, τον Ιμέριον και τον Προαιρέσιον και άλλους. Είναι γνωστή η φράση του Λιβάνιου, του καθηγητού του Ιωάννου του Χρυσοστόμου, αν και ειδωλολάτρης, με την οποία επαινούσε τις μητέρες των Χριστιανών, μια και πίστευε ότι ο Χρυσόστομος θα ήταν αυτός πού θα τον διαδεχόταν στην σχολή του. Ας μη ξεχνάμε ακόμα ότι οι περισσότεροι Πατέρες της Εκκλησίας ήταν Ελληνικής καταγωγής. Όχι ότι και οι άλλοι οι μη Έλληνες τη καταγωγή, δεν είχαν σχέση με τον Ελληνισμό, ή δεν γνώριζαν την Ελληνική γλώσσα. Έτσι μπήκαν οι βάσεις για την δημιουργία του Ελληνοχριστιανικού πολιτισμού.   
Ο μεγάλος Θεολόγος του 20ου αιώνος π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, μιλώντας για την συνάντηση αυτήν, λέει ότι έχουμε στην
συνάντηση αυτήν του Ελληνισμού με τον Χριστιανισμό τον «εκχριστιανισμό του Ελληνισμού». Αναλύοντάς το αυτό ο Μητροπολίτης Περγάμου του Οικουμενικού Πατριαρχείου και τέως Πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών Ιωάννης Ζηζιούλας, λέει ότι ο «εκχριστιανισμός του Ελληνισμού» έγινε με βάση τους Πατέρες της Εκκλησίας, και ιδίως με τους Τρεις Ιεράρχες, αλλά και με τους Αγίους Γρηγόριο τον Νύσσης, τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, τον Γρηγόριο τον Παλαμά, τον Ιωάννη τον Δαμασκηνό. Αντίθετα, ο «εξελληνισμός του Χριστιανισμού», πού υποστηρίζει ο Γερμανός Προτεστάντης Θεολόγος Χάρνακ αλλά και όλος ο Δυτικός Χριστιανικός κόσμος, εστιάζεται στον ορθολογισμό των αιρετικών της Ανατολής, αλλά και στην σχολαστική φιλοσοφία πού επικράτησε στην Δύση, με τον Ιερό Αυγουστίνο, και τον Άγιο Θωμά τον Ακινάτη.  Άλλωστε αυτή η διάσταση περί του «Εξελληνισμού του Χριστιανισμού», οδήγησε τον Κάρλ Μάρξ τον 19ο αιώνα να πολεμήσει τον Χριστιανισμό, λέγοντας εκείνη την περίφημη φράση «ότι η θρησκεία είναι το όπιο του λαού». Αυτό έγινε διότι με τον «Εξελληνισμό του Χριστιανισμού», ο Χριστιανισμός έγινε ένα γρανάζι μέσα στη κοινωνίες της Δύσεως, χάνοντας τον μυστηριακό και σωτηριολογικό χαρακτήρα. Μια ιδέα πού ακολούθησε και ο Διαφωτισμός, ο οποίος την έφερε και στην Ελλάδα μετά την Ελληνική Επανάσταση, με αποτέλεσμα ο Ορθόδοξος Χριστιανισμός να γίνει και αυτός ένα γρανάζι μέσα στην Κρατική μηχανή.    
Οι Πατέρες λοιπόν μέσα από την Ελληνική φιλοσοφία, αλλά και από την εμπειρική και βιωματική κατάσταση σχετικά με τον
Θεό, έπρεπε να μεταβάλλουν την πίστη των Ελλήνων και των Ελληνιστών σχετικά με την δημιουργία του κόσμου, αλλά και για το ποιος τελικά είναι ο Χριστός. Για τους Εβραίους, η Σάρκωση του Θεού, δεν ήταν κάτι το δύσκολο, διότι αυτό το θεωρούσαν ως μια επέμβαση του Θεού στον άνθρωπο. Για τον Έλληνα όμως αυτό ήταν μεγάλο πρόβλημα. Διότι όπως είδαμε, η θρησκεία του πέρασε από πολλά στάδια, αφού έφτασε σε σημείο από την λατρεία της φύσεως να θεοποιήσει ουσιαστικά τα πάθη του δίδοντάς τα θεϊκές ιδιότητες, για να καταλήξει όπως είδαμε στον Νεοπλατωνισμό. Έπρεπε ακόμα η Θεολογία να αποδείξει στους Έλληνες ότι ο κόσμος δεν δημιουργήθηκε από προϋπάρχουσα  ύλη, και ούτε η ύλη είναι από την φύση της κακή, αλλά μπορεί να θεοποιηθεί όπως και ο άνθρωπος.
Γνωρίζοντας λοιπόν αυτά τα στοιχεία οι Πατέρες και μάλιστα οι Τρεις Ιεράρχες, πήραν δείγματα από την διδασκαλία των
Αρχαίων Ελλήνων, ως άριστοι γνώστες πού ήταν, και έδωσαν άλλο νόημα και άλλη διάσταση σε αυτήν την διδασκαλία. Προσπαθώντας να μιλήσουν και να αποδείξουν ότι ο Θεός είναι ένας αλλά και τρία, χρησιμοποίησαν όρους της Ελληνικής Φιλοσοφίας δίδοντας όμως άλλη έννοια. Έτσι μίλησαν για τον Ένα Θεό, ο οποίος έχει μία ουσία αλλά είναι τρία συγχρόνως πρόσωπα. Οι πατέρες δεν ταύτισαν το πρόσωπο με την ουσία, όποτε στη ιστορία εμφανιζόταν ο ένας αυτός Θεός με την μορφή κάποιου άλλου, φορώντας δηλαδή ένα προσωπείο όπως έλεγαν οι Σαββελιανοί, αλλά ταυτίζουν το πρόσωπο με την υπόσταση. Έτσι ο Θεός έχει μία ουσία, αλλά τρία πρόσωπα τρεις υποστάσεις.   
Για την δημιουργία του κόσμου αλλά και για το κακό πού υπάρχει στην κοινωνία, οι Γνωστικοί και οι Φιλοσοφούντες Θεολόγοι,
αυτοί δηλαδή πού χρησιμοποιούσαν την Ελληνική Φιλοσοφία έλεγαν ότι το κακό πού υπάρχει στον κόσμο, είναι δημιούργημα ενός κατωτέρου Θεού. Οι Πατέρες όμως και ιδιαιτέρως οι Τρεις Ιεράχες, μίλησαν για την δημιουργία του κόσμου, αλλά και για το κακό, και είπαν ότι τον κόσμο τον δημιούργησε ο Πατήρ διά του Υιού εν Αγίω Πνεύματι, και ότι το κακό δεν είναι δημιούργημα κάποιου κατωτέρου και μάλιστα κακού  Θεού, αλλά είναι παρέμβλητο, δηλαδή είναι αποτέλεσμα της αμαρτίας του ανθρώπου. Το κακό δεν είναι δημιούργημα του Θεού, αλλά είναι αποτέλεσμα της αμαρτίας και της ανυπακοής του ανθρώπου στις εντολές του Θεού, όσο και αυτό  ακούγεται για κάποιους παράξενο και αλλόκοτο, ή ξένο με την «εθνική τους θρησκεία».  
Οι Τρείς Ιεράρχες όμως έδωσαν απαντήσεις και στα διάφορα υπαρξιακά, οντολογικά, κοσμολογικά προβλήματα πού
αντιμετώπιζαν οι Αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι, αλλά και οι Φιλοσοφούντες Θεολόγοι. Όπως λέει χαρακτηριστικά ο Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας, οι αρχαίοι έθεταν διάφορα ερωτήματα για όλα τα προηγούμενα, και ο καθένας έδινε από μία διαφορετική απάντηση, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται διάφορες θεωρίες πού τις περισσότερες φορές ήταν αλληλοσυγκρουόμενες. Έτσι κάθε φιλόσοφος δημιουργούσε και από μία σχολή η οποία εξέφραζε την διδασκαλία και την θεωρία του Διδασκάλου. Στα ερωτήματα αυτά η Ιουδαϊκή Θεολογία δεν μπορούσε να δώσει απαντήσεις διότι πίστευε ότι όλα αυτά τα δημιούργησε ο Θεός.  
Οι Πατέρες όμως πού μελέτησαν την Ελληνική Φιλοσοφία, αφού όπως είπαμε την διδάχτηκαν και την ενστερνίστηκαν, έδωσαν
ένα άλλο νόημα και ένα άλλο περιεχόμενο στα ερωτήματα αυτά. Οι Πατέρες, κράτησαν τα ερωτήματα, αλλά έδωσαν απαντήσεις πού ήταν εμποτισμένες από την  Θεία Αποκάλυψη».
Ένα παράδειγμα, για να δούμε πώς οι πατέρες έδωσαν άλλο νόημα και άλλες απαντήσεις στα διάφορα ερωτήματα των
αρχαίων Φιλοσόφων.  
«Ο  μεγάλος Φιλόσοφος Πλάτων, μιλώντας για τις ψυχές, λέει ότι αυτές βρίσκονται στον κόσμο των Ιδεών. Εκεί όμως υπάρχει
κορεσμός. Επομένως οι ψυχές αυτές αισθάνθηκαν αυτόν τον  κορεσμό και έτσι κινήθηκαν. Με την κίνηση αυτή γεννήθηκε ο κόσμος, οπότε το κακό είναι η αιτία της  δημιουργίας του κόσμου. Στην συνέχεια πρέπει να οδηγηθούν σε μια στάση η οποία συνιστά την Σωτηρία. Έτσι έχουμε κατά τον Πλάτωνα το σχήμα κίνηση- γένεση- στάση.  
Ο μεγάλος θεολόγος του 7ου αιώνος Μάξιμος ο Ομολογητής (580-662), μιλά για αυτήν την οντολογική θεωρεία των αρχαίων
και κυρίως του Πλάτωνος με μια διαφορετική σειρά. Ο Άγιος Μάξιμος άριστος γνώστης της Πλατωνικής φιλοσοφίας, όπως και αργότερα ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς τον 14ο αιώνα ο οποίος ήταν άριστος γνώστης των έργων του Αριστοτέλους, και μάλιστα ειπώθηκε από τον δάσκαλό του όταν ο Παλαμάς ερμήνευε στα Ανάκτορα τον Αριστοτέλη, ότι θα εθαύμαζε ακόμα και ο ίδιος ο Αριστοτέλης αυτήν την καταπληκτική ερμηνεία των έργων του.  Λέει λοιπόν ο Μάξιμος ο ομολογητής, ότι δεν προηγήθηκε η κίνηση αλλά η γένεση. Δηλαδή ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο από αγάπη πρώτα αλλά με τις άκτιστες ενέργειές Του. Στην συνέχεια ήρθε η κίνηση πού συνδέεται με την πτώση του ανθρώπου από την τρυφή του Παραδείσου, και τέλος ο κόσμος θα πρέπει να επανέλθει και πάλι στην προτεραία κατάσταση δηλαδή στον Θεό στην στάση. Έτσι ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, αναιρεί το σχήμα των πλατωνικών κίνηση- γένεση- στάση, και προβάλλει το γένεση- κίνηση- στάση. Βλέπουμε ότι χρησιμοποιεί όρους της μεταφυσικής και του Πλάτωνος και του Αριστοτέλους, αναιρώντας όμως τελείως το περιεχόμενό της.» Θα μπορούσα να αναφέρω και άλλα παραδείγματα πολλών πατέρων της Εκκλησίας οι οποίο γνώριζαν άριστα τα Ελληνικά γράμματα, αλλά ο χρόνος, αυτός ο χρόνος δεν μας το επιτρέπει.
Από τα παραπάνω βγαίνει το συμπέρασμα, ότι ο Ελληνισμός μέσα στον Χριστιανισμό, βρήκε όχι μόνο την ολοκλήρωσή του,
αλλά θα έλεγα ότι βρήκε και την τελειότητά του. Οι ιδέες οι όροι και η φιλοσοφία διατηρήθηκαν μέσα στον Χριστιανισμό, αλλά με διαφορετικό νόημα και περιεχόμενο. Γι’ αυτό και ο Μέγας Βασίλειος προτρέπει τους νέους της εποχής του και δια μέσω αυτών όλους τους νέους όλων των εποχών, να μελετούν και να διαβάζουν την Ελληνική φιλοσοφία και γραμματεία και να παίρνουν ό, τι καλλίτερο και ό, τι εκλεκτότερο έχει.    
Οι Πατέρες της Εκκλησίας έγιναν τελικά οι εξαίρετοι συγγραφείς οι οποίοι μας άφησαν σημαντικό ποσοτικό και ποιοτικό έργο.
Είναι αυτοί πού διέπρεψαν ως οι άριστοι ερμηνευτές της Αγίας Γραφής, αλλά και οι θεματοφύλακες, και μυσταγωγοί της Χριστιανικής θρησκείας. Είναι αυτοί πού αποτελούν μέχρι και σήμερα τους καλλιτέρους ερμηνευτές των αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων και Φιλοσόφων, αφού αυτοί  είναι  πού μελέτησαν σε βάθος όλη την ελληνική γραμματολογία και φιλοσοφία. Είναι αυτοί πού σπούδασαν κοντά σε μεγάλους Εθνικούς Καθηγητές, και αυτό το έκαναν για να δείξουν σε όλους τον σεβασμό στον Ελληνικό πολιτισμό, αυτόν τον πολιτισμό, ο οποίος όπως είπαμε και στην αρχή, διαμόρφωσε το Ελληνικό και μάλιστα Ελληνικότατο Βυζάντιο, αυτό πού αποκαλούσαν όλοι οι κάτοικοι αυτού του Ελληνικού Κράτους Ρωμηοσύνη.  
Αλλά οι πατέρες της Εκκλησίας και μάλιστα οι τρεις αυτοί Ιεράρχες, εκτός από αυτό το πάντρεμα του Ελληνισμού και του
Χριστιανισμού το οποίο έκαναν, διακρίθηκαν και σε ένα άλλο ακόμα τομέα. Ένα τομέα τον οποίο και η ίδια η Εκκλησία συνεχίζει αφού είναι και αυτό μια εντολή του Θεού. Και αυτό είναι το κοινωνικό έργο. Έναν τομέα στον οποίο έδωσαν εξίσου την ιδιαιτέραν προσοχή, διότι πίστευαν ότι ο άνθρωπος δεν είναι μόνο σώμα ή μόνο ψυχή, αλλά ότι είναι και τα δύο. Και σώμα και ψυχή. Γι’ αυτό και χρειάζεται και τα δύο. Και την υλική τροφή, αλλά και την πνευματική τροφή. Η μια συντηρεί το σώμα, το οποίο πρέπει να ζήσει και να πάρει όλα εκείνα εφόδια, τις βιταμίνες και τα ιχνοστοιχεία, για να μεγαλώσει και να αναπτυχθεί. Αλλά ξέρανε καλά ότι χρειάζεται και η πνευματική τροφή, η οποία θα βοηθήσει την ψυχή να τραφεί και να ζήσει από την πνευματική τροφή.   
Έτσι στον κοινωνικό τομέα έγραψαν θα έλεγα λαμπρές σελίδες. Ο Μέγας Βασίλειος όπως είναι γνωστό, καταγόταν από
πλούσια και αρχοντική οικογένεια της Νεοκαισαρείας του Πόντου. Αυτό όμως δεν τον εμπόδισε να μοιράσει τη πατρική του περιουσία στους φτωχούς, κρατώντας μόνο ένα κτήμα κάπου στον Πόντο όπου εκεί δημιούργησε το ησυχαστήριό του. Από αυτήν την περιουσία «συνήθροισεν όλους τους πάσχοντας ένεκα της πείνης και έτρεφε τούτους, συλλέγων παν είδος τροφής», όταν είχε ενσκήψει ο μεγάλος λιμός στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, όταν ήταν εκεί Επίσκοπος και Μητροπολίτης. Ακόμα είναι γνωστό το μεγάλο εκείνο έργο το οποίο είχε δημιουργήσει από την πατρική του περιουσία, αλλά και από την βοήθεια των πλουσίων της περιοχής. Και μιλάμε ασφαλώς για την περίφημη «Βασιλειάδα». Ένα έργο πρότυπο μέχρι και σήμερα αφού περιλάμβανε Νοσοκομείο, Γηροκομείο, Λεπροκομείο, Ορφανοτροφείο, Πτωχοκομείο, Ξενώνες, ακόμα και εργαστήρια για να μαθαίνουν τα παιδιά της Επισκοπής του κάποιο επάγγελμα ή και τέχνες ακόμα, ώστε να φανούν χρήσιμοι τόσο στην κοινωνία, όσο και στο σπίτι τους, είτε για να βοηθήσουν τους γονείς τους, είτε τα αδέλφια τους, εάν αυτά ήταν ορφανά. Γι’ αυτό και ο φίλος και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος ο Θεολόγος, θα πει γι’ αυτό το μεγάλο έργο του φίλου και συμμαθητή του: «Ποίαν αξίαν έχουν εμπρός εις τα φιλανθρωπικά ταύτα καθιδρύματα αι επτάπυλαι Θήβαι της Βοιωτίας και της Αιγύπτου τα Βαβυλώνια τείχη και αι Πυραμίδες και ο χάλκινος όγκος του Κολοσσού και όσα θαυμάζουν και εξιστορούν οι άνθρωποι»;   
Αλλά και ο μεγάλος Επίσκοπος της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, ο Χρυσορρήμων Ιωάννης, πρόσφερε ένα μεγάλο
κοινωνικό έργο. Ένα έργο το οποίο ξεκινά από την πατρίδα του την Αντιόχεια, για να ολοκληρωθεί στην Βασιλεύουσα Πόλη. Ως Αρχιμανδρίτης στην Αντιόχεια, βοηθούσε κάθε ένα πού είχε ανάγκη. Έδινε τροφή σε όποιον πεινούσε, πήγαινε στα δικαστήρια, για να υπερασπιστεί τους αδικουμένους αλλά και τους φτωχούς, μια και ο ίδιος είχε σπουδάσει Νομικά. Αλλά και όταν έγινε Αρχιεπίσκοπος στην Κωνσταντινούπολη, αυτό το κοινωνικό έργο δεν το σταμάτησε, αλλά εκεί το συνέχισε και μάλιστα με μεγαλύτερη προσφορά. Γνωστό είναι ότι συντηρούσε καθημερινά 7000 φτωχούς. Περιόρισε τα περιττά έξοδα της Αρχιεπισκοπής του, και από τα χρήματα αυτά έχτισε Νοσοκομεία, και άλλα ευαγή ιδρύματα, για να βρίσκουν εκεί ανακούφιση όλοι οι πονεμένοι και αναξιοπαθούντες. Είχε γίνει ο κηδεμών των χηρών και των ορφανών, ο βοηθός των κουρασμένων. Έγινε η αιτία να επιστρέψουν πολλοί από την πλάνη στην Ορθοδοξία, αλλά ήταν και αυτός πού επισκεπτόταν τούς φυλακισμένους στη Φυλακή.    
Σε αυτό βεβαίως το σημαντικό και ευθυνοφόρο έργο του, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος είχε και βοηθούς. Βοηθούς οι οποίοι
έδωσαν την ζωή και το αίμα της καρδιά τους, για το φιλανθρωπικό έργο της Εκκλησίας. Και αυτά τα αυτά τα άτομα ήταν οι Διακόνισσες. Οι γυναίκες εκείνες, με αρχηγό την Ολυμπιάδα, η οποία μέχρι το τέλος της ζωής της βοηθούσε κάθε ένα πού είχε ανάγκη. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος όμως και στα χρόνια της εξορίας του, ήταν εκείνος πού βοηθούσε ανθρώπους πού είχαν ανάγκες. Και αυτή η βοήθεια ήταν από τους ανθρώπους οι οποίοι τον βοηθούσαν στα διάφορα μέρη από τα οποία περνούσε, ή από την βοήθεια που έστελναν οι δικοί του άνθρωποι από την Κωνσταντινούπολη.         
Αυτά τα λίγα πού σήμερα αναλύσαμε με αφορμή την εορτή των Τριών Ιεραρχών και των Γραμμάτων γενικότερα, είναι και μια
απάντηση σε όλους αυτούς τους Αρχαιοθρήσκους, αρχαιοπλήκτους και νεοειδωλολάτρες οι οποίοι πιστεύουν, ότι ο Χριστιανισμός είναι αυτός πού κατάστρεψε τον Ελληνισμό. Οι Πατέρες της Εκκλησίας και μάλιστα οι τρεις Ιεράχες είναι αυτοί που ένωσαν τον Ελληνισμό με τον Χριστιανισμό. Είναι αυτοί πού έδωσαν άλλη διάσταση και άλλη σημασία στην Ελληνική Φιλοσοφία. Είναι αυτοί πού κατάφεραν να δώσουν τις σωστές απαντήσεις στα ερωτήματα πού απασχολούσαν τους προ-χριστιανικούς λαούς, αφού κράτησαν τις ερωτήσεις, δίδοντας τελείως διαφορετικές απαντήσεις. Και μάλιστα απαντήσεις τις οποίες περίμενε ο Αρχαίος Κόσμος. Οι πατέρες είναι αυτοί πού μαζί με την τότε κρατική βοήθεια κατάφεραν να κάνουν τον Ελληνισμό και την νέα θρησκεία Οικουμενικά μεγέθη. Και αυτό το πέτυχαν μέσα από το Βυζάντιο, μέσα από την Ρωμηοσύνη.    Απέδειξαν ότι το Ευαγγέλιο γίνεται πραγματικότητα, ότι η ελεημοσύνη, και η φιλανθρωπία αποκτούν άλλη διάσταση και άλλη σημασία. Ο άνθρωπος δεν είναι ένα πράγμα για τους λίγους, αλλά ο κάθε άνθρωπος είναι εικόνα του Θεού. Γι’ αυτό και ο Χριστιανισμός, έχοντας ως βάση το κήρυγμα του Χριστού, αλλά και των Αγίων Πατέρων, προχώρησε και προχωρά στον δρόμο αυτόν. Δεν κοιτά εάν ο διπλανός του είναι άσπρος ή μαύρος, Μουσουλμάνος ή άθεος. Η Εκκλησία έχει πάντοτε γνώμονα την αγάπη προς τον συνάνθρωπο. Άλλο εάν αυτή η προσφορά δεν φαίνεται, ή και αν φαίνεται γίνεται προσπάθεια να σπιλωθεί, ή και να διαστρεβλωθεί ακόμα. Αλλά αυτή είναι η μοίρα της. Αυτή είναι η δόξα και το μεγαλείο της. Να προχωρά και να προσφέρει το «ύδωρ το ζών», σε κάθε ψυχή, και σε κάθε άνθρωπο πού ψάχνετε και προσπαθεί να βρει κάπου να ακουμπίσει.      
Ότι το ένδοξο Ελληνικό, το τονίζω αυτό, το ένδοξο Ελληνικό Βυζάντιο, ήταν αυτό πού για 1123 χρόνια και 18 ημέρες, διατήρησε
με θρησκευτική ευλάβεια όλη την αρχαία ελληνική γραμματεία, την οποία οι άνθρωποι αυτοί σήμερα βρίσκουν έτοιμη. Και όχι μόνο την διατήρησε, αλλά και την σπούδαζε. Μια ματιά στο έργο της Άννας της Κομνηνής, της κόρης του Αλεξίου του Α΄ του Μεγάλου Κομνηνού, και θα διαπιστώσει ότι η Άννα στα έργα της χρησιμοποιεί πολλά και μεγάλα κομμάτια από τα έργα του Ομήρου, μια και τον ήξερε από έξω, στο γνωστό της έργο «Αλεξιάδα». Οι εκπαίδευση σε όλες τις βαθμίδες της Αυτοκρατορίας περιλάμβανε όχι μόνο την διδασκαλία του Ευαγγελίου, για το οποίο ο δάσκαλος της τελευταίας Βασιλίσσης της Αιγύπτου Κλεοπάτρας, η οποία ήταν Ελληνίδα, είπε ότι «καίγεται το Βιβλίο των Βιβλίων», όταν ο στόλος των Ρωμαϊκών Στρατευμάτων του Καίσαρα της Ρώμης, έκαψε την Αλεξάνδρεια, και μαζί με την φωτιά, καήκε και η περίφημη Βιβλιοθήκη της μεγάλης πόλης, η οποία περιείχε και τα κείμενα όλων την Φιλοσόφων. Ας ανοίξουν τα μάτια και τα αυτιά τους στην ιστορία και ας μη λένε ανοησίες και άλλα ανυπόστατα πράγματα.     
Ας διαβάσουν τον τελευταίο χρησμό της Πυθίας πού είπε στον Αυτοκράτορα Ιουλιανό τον Παραβάτη και ύστερα από αυτόν
σταμάτησε να ομιλεί και το Μαντείο των Δελφών, αλλά και η Κασταλία πηγή: «Είπατε τω Βασιλεί, χαμαί πέσε δαίδαλος αυλά. Ούκετι Φοίβος έχει καλύβην ου μάντιδα δάφνην, ου παγάν λαλέουσα. Απέσβετο και λάλων ύδωρ». Αυτή λοιπόν  ουσιαστικά είναι και η μεταμόρφωση του Ελληνισμού από τον Χριστιανισμό από τον 2ο έως και τον 4ο αιώνα περίπου. Με αυτήν ουσιαστικά την παρέμβαση των Πατέρων προς την Ελληνική Φιλοσοφία, ο Ελληνισμός γονιμοποιήθηκε από τον Χριστιανισμό, με αποτέλεσμα τα δύο αυτά όντως Οικουμενικά Μεγέθη να γίνουν ένα και να αποτελέσουν πράγματι τον Ελληνοχριστιανικό πολιτισμό.  
Το έργο των Τριών Ιεραρχών είναι τόσο σημαντικό και τόσο πολυποίκιλο ώστε θα μπορούσε εάν το είχαν μελετήσει οι μεγάλοι
και οι ισχυροί της γής, ο κόσμος να ήταν καλλίτερος. Θα είχε εξαλειφθεί η φτώχια, η πείνα και η δυστυχία, αλλά και ο κόσμος θα είχε αξίες και ιδανικά. Πράγματα για τα οποία σήμερα πάσχει, αφού αυτά έχουν χαθεί. Και έχουν χαθεί διότι εκεί μας οδήγησαν αυτοί πού δεν θέλουν οι άνθρωποι να ελπίζουν και να αισιοδοξούν. Αλλά άνθρωπος πού δεν έχει αξίες, δεν έχει οράματα και ιδανικά στην ζωή του, είναι σαν ένα κτήνος το οποίο τρώει, και αναπαράγει το είδος του, γιατί αυτό απαιτεί ο φυσικός νόμος.   
Η εορτή των Τριών Ιεραρχών, μας δίνει τη ευκαιρία μέσα από τα συγγράμματα, να βρούμε όλες εκείνες τις αξίες, τα ιδανικά και
τα οράματα, για να προχωρήσουμε στην ζωή μας. Και όπως οι πρόγονοί μας, από τα αρχαία χρόνια μέχρι σήμερα έζησαν με αυτά, έτσι και εμείς σήμερα οι Νεοέλληνες του «ωχαδελφισμού», της καφετέρειας, των διακοπών και των αναρίθμητων δανείων, πού ξεχάσαμε όλα αυτά, ας τα θυμηθούμε μέσα από την εορτή των Τριών Ιεραρχών. Και τότε να είμαστε σίγουροι, ότι ο κόσμος, αλλά και τα παιδιά μας θα γίνουν καλλίτερα.    
Εύχομαι σε όλους τους εκπαιδευτικούς και τους μαθητές, η ευλογία και η χάρις των Τριών Ιεραρχών, να του σκεπάζει, και το
παράδειγμά τους, να γίνει παράδειγμα για όλους και ιδιαιτέρους για όλη την Εκπαιδευτική και Μαθητική Κοινότητα.
Χρόνια πολλά και ευλογημένα.
Αρχιμ. Ιωακείμ Οικονομίκος.
Ιανουάριος 2008.