του Αρχιμανδρίτου Ιωακείμ Οικονομίκου

Όταν ξεκινήσαμε τις φετινές εκπομπές μας στο Ραδιόφωνο, είχαμε πει ότι θα κάνουμε πολλά αφιερώματα, είτε σε πρόσωπα, είτε σε γεγονότα, τα οποία σχετίζονται με την πορεία και την ιστορία του Γένους μας. Αυτά τα αφιερώματα, σκοπό έχουν όχι να φέρουν παλαιά μίση στην επιφάνεια, αλλά να μάθουμε μέσα από τις πηγές και την ίδια την ιστορία, αλλά και από τις μαρτυρίες ανθρώπων πού έζησαν τα πρόσωπα ή τα γεγονότα, την πραγματικότητα η οποία θα μας βοηθήσει να προχωρήσουμε και στο μέλλον. Ένα μέλλον το οποίο όπως το βλέπω, μάλλον θα είναι θα λαμπρό, αφού ο Ελληνικός πολιτισμός με όλη του την διαχρονική του αξία, από την αρχαιότητα, τον Μεσαιωνικό Ελληνισμό, δηλαδή την Ρωμηοσύνη, και μέχρι σήμερα τον νέο, θα είναι αυτός πού θα παίξει καθοριστικό ρόλο την πορεία της ανθρωπότητος. Αλλά και από την άλλη, η Θρησκεία, και μάλιστα ο Χριστιανισμός, αλλά και για να γίνω πιο σαφής, η υγιής μορφή του Χριστιανισμού η Ορθοδοξία, θα είναι αυτή πού καθορίσει κατά πολύ την διάδοση των αξιών και των ιδανικών.
Έτσι και εμείς, μέσα από αυτήν την εκπομπή, θα ασχοληθούμε σήμερα με μια επέτειο, με μια εορτή η οποία αποτελεί σταθμό στην πορεία του νεοτέρου Ελληνισμού. Και αυτή η επέτειος είναι της 28ης Οκτωβρίου. Θα προσπαθήσουμε μέσα από αυτό το μικρό αφιέρωμα, να μάθουμε τι έγινε τότε, ποιοί ήταν αυτοί πού μας επιτέθηκαν, αλλά και τι πρόσφερε κυρίως ο Ιερός Κλήρος κάθ’ όλη την πορεία και τα μαύρα εκείνα χρόνια της Κατοχής. Και αυτό το κάνω γιατί πρέπει να δώσουμε κάποτε τις απαντήσεις σε όλους εκείνους, όπως κάναμε και με τον Μακεδονικό Αγώνα, ότι ο Κλήρος και η Εκκλησία, αυτή η μάνα του Γένους μας, διατήρησε σε όλη την πορεία της τον Ελληνισμό αναμμένο, αφού μέσα σε αυτήν βρήκε την ολοκλήρωσή του, και την τελειότητά του. Είναι ακόμα μια απάντηση στους συγγραφείς του περσυνού βιβλίου της ιστορίας, το οποίο ευτυχώς αποσύρθηκε ότι το Έπος του 1940, αυτού του Έπους πού δοξάστηκε, το περσυνό βιβλίο το χαρακτήριζε μια μόνο φράση: «Ο Ελληνικός Στρατός απομάκρυνε τα Ιταλικά Στρατεύματα από τα Σύνορα». Αυτό είναι προσβολή σε όλους εκείνους που αγωνίστηκαν και θυσιάστηκαν για την ελευθερία της Πατρίδος. Είναι προσβολή σε όλους εκείνους πού έχασαν τα πόδια, τα χέρια, ή και τα μάτια τους ακόμα, για να έρθουν σήμερα αυτοί πού έτσι με μια γραμμή σβήνουνε τα πάντα, λες και η ιστορία, γράφεται και ξεγράφεται κατά το δοκούν του καθενός.
Το 1940, αποτελεί σταθμό στην ιστορία του Ελληνικού Κράτους. Είναι η χρονιά, όπου η Φασιστική Ιταλία με αρχηγό το Δικτάτορα Μπενίτο Μουσολίνι, κήρυξε το Πόλεμο στην Ελλάδα. Ένα πόλεμο άνισο αφού η πολεμική ισχύς της Ιταλίας ήταν ανώτερη από αυτήν της Ελλάδος. Αλλά μπορεί η Ελλάς να υστερούσε σε πολεμικό υλικό, υπερτερούσε όμως σε πίστη και ψυχή, ενώ αυτά απουσίαζαν από τους Ιταλούς.
Ο Πρωθυπουργός της Ελλάδος Ιωάννης Μεταξάς με θάρρος και αποφασιστικότητα απάντησε στον Ιταλό Πρέσβη Γκράτσι όταν το επισκέφτηκε ο δεύτερος στο σπίτι του στην Κηφισιά στις τρείς το πρωΐ για να τον δώσει το τελεσίγραφο του Ιταλού Δικτάτορα Μπενίτο Μουσολίνι, με το οποίο πίστευε ότι μπορεί να αναστήσει την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και να κάνει την Ελλάδα και πάλι μια μικρή επαρχία στην νέα του Αυτοκρατορία: Allor c’est la guiere (δηλαδή έχουμε πόλεμο). Τότε ΌΧΙ». Ένα «ΟΧΙ» πού έμεινε στην ιστορία, ως η ηρωϊκότερη απάντηση στα νεότερα χρόνια.
Σε αυτήν λοιπόν την τιτάνια μάχη πού ξεκίνησε στις 28 Οκτωβρίου 1940 και ημέρα Δευτέρα, δεν θα μπορούσε να απουσιάζει και η Εκκλησία. Αυτή η Εκκλησία πού συκοφαντείται από πολλούς ότι δεν πρόσφερε τίποτα, αλλά αντίθετα κατάστρεψε τά πάντα. Αλλά ευτυχώς πού υπάρχουν οι μαρτυρίες και οι ιστορικές πηγές, αλλά και άνθρωποι του πνεύματος και του πολιτισμού πού πολλές φορές δεν διάκεινται φιλικά προς την Εκκλησία, αλλά είναι προς τιμή τους, ότι αναγνωρίζουν ότι αυτή ήταν πού στα δύσκολα χρόνια τόσο της Οθωμανικής Κυριαρχίας, όσο και σήμερα πού μιλάμε, στα χρόνια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και μετά στην Κατοχή, ήταν αυτή πού διατήρησε το ηθικό ανεβασμένο, αλλά και έσωσε και ανθρώπους από τα εκτελεστικά αποσπάσματα, και όχι μόνο. Μέσα λοιπόν από αυτό το αφιέρωμα, θα ήθελα να δείξω τι πρόσφερε η Εκκλησία στα δύσκολα εκείνα χρόνια, ποιοι ήταν οι κληρικοί εκείνοι πού αντιστάθηκαν, ποιοί άλλοι σκοτώθηκαν για την ελευθερία της Πατρίδος, ποιοι ήταν αυτοί πού έσωσαν ολόκληρες πόλεις από την καταστροφή, αλλά και ποιος ήταν ο πρώτος αντιστασιακός πού σήκωσε πρώτος το λάβαρο της αντιστάσεως στην Ελλάδα. Όλα αυτά θα τα πούμε στο αφιέρωμα αυτό πού ξεκινά σήμερα, και πού πιστεύω ότι θα  αποτελέσει ένα μικρό φόρο τιμής στους Κληρικούς πού αγωνίστηκαν για την επικράτηση της Ελευθερίας και της Δημοκρατίας στον τόπο μας, σε αυτόν τον τόπο, όπου οι δύο αυτές ιδέες γεννήθηκαν, μεγαλούργησαν, και έγιναν όροι διεθνής.
Την ίδια εκείνη ημέρα της κηρύξεως του πολέμου, στις 28 Οκτωβρίου του 1940, ημέρα Δευτέρα όπως είπαμε πιο πάνω, ο από Μητροπολίτης Τραπεζούντος του Πόντου, Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος, αφιέρωμα σε αυτήν την μεγάλη μορφή και προσωπικότητα θα ακολουθήσει στις προσεχείς εκπομπές, με εγκύκλιό του, ζητά από όλους τους Ιερούς Ναούς των Αθηνών να παραδώσουν όλα τα πολύτιμα πράγματα πού είχαν, ώστε να εκποιηθούν και τα χρήματα να δοθούν προς ενίσχυση της Ελληνικής Βασιλικής Αεροπορίας. Γράφει σχετικά στην πρώτη του Εγκύκλιο προς τους Ιερείς της Αρχιεπισκοπής τα εξής: «Ως γνωστόν το Έθνος εκηρύχθη εν επιστρατεύσει. Εις την πρόκλησιν ταύτην δεν πρέπει να υστερήση ο Ιερός Κλήρος, ο οποίος εις πάσαν εθνικήν περιπέτειαν πρωτηγωνίστησεν.
Όθεν παρακαλούμεν πάντας υμάς, όπως μη απομακρύνησθε των ενοριών και των Ιερών Ναών υμών, παρέχοντες πάντοτε πρόθυμον την υμετέραν συνδρομήν και βοήθειαν εις τους ευσεβείς υμών ενορίτας, ενθαρρύνοντες και παρηγορούντες αυτούς και προφρόνων συντρέχοντες εις τας ανάγκας αυτών όπου να ζητηθή η υμετέρα αρωγή και αντίληψις, προσκαρτερήτε δε τη προσευχή και τη δεήσει, τακτικώς και ανελλιπώς εν πάση ευλαβεία και εν φόβω Θεού επιτελούντες καθ’ εκάστην πρωτίστως μεν απάσας τας ενδιατάκτους Ακολουθίας Εσπερινού, Όρθρου, και Λειτουργίας, ιδία δε και καθ’ εκάστην εσπέραν τελείτε την Ακολουθίαν της Παρακλήσεως «Υπέρ ειρήνης και καταστάσεως του σύμπαντος κόσμου, ευσταθείας των αγίων του Θεού Εκκλησιών, υπέρ ευοδώσεως και ενισχύσεως του φιλοχρίστου κατά γήν θάλασσαν και αέρα Στρατού ημών, διαφυλάξεως, σκέπης, βοηθείας και αντιλήψεως του ευσεβούς ημών Έθνους». Είναι χαρακτηριστική η προσλαλιά πού απηύθυνε ο Χρύσανθος  προς τον Στρατό κατά την εορτή των Χριστουγέννων: « Εις όλον τον κατά ξηράν, θάλασσαν και αέρα φιλόχριστον στρατόν, ευχόμεθα πλουσίαν την χάριν και την δύναμιν του εν Βηθλεέμ γεννηθέντος Σωτήρος Χριστού. Κατά το θείον Αυτού δίδαγμα και παράδειγμα αφήσατε οπόσω υμών πατέρα και μητέρα και γυναίκα και αδελφούς και υιούς και θυγατέρας και άραντες επ’ ώμου τον σταυρόν Αυτού και της Πατρίδος απεδύθητε εις τον υπέρ πίστεως και δικαιοσύνης και ελευθερίας αγώνα και δια της ανδρείας και του αίματος υμών γράφετε τας ωραιοτέρας σελίδας της Εθνικής και Παγκοσμίου Ιστορίας. Σας θαυμάζουμε και σας ευλογούμεν…».
Κληρικοί όλων των βαθμίδων αφήνουν τις ενορίες τους και μεταβαίνουν στα βουνά της Βορείου Ηπείρου προς ενίσχυση του Ελληνικού Στρατού. Με τα κηρύγματα, την εξομολόγηση, αλλά και με την τέλεση της Θείας Λειτουργίας οι φαντάροι μας ενισχύονται σε αυτόν τον υπέρ πάντων αγώνα, αφού αγωνίζονται «υπέρ βωμών και εστιών». Κηδεύουν ακόμα τους ήρωες πού έπεσαν στο πεδίο της μάχης, ενώ περιθάλπουν και τους τραυματίες, τους οποίους προωθούν στα μετόπισθεν, και τους μεταφέρουν στα πρόχειρα νοσοκομεία, ή ακόμα και στα πλησιέστερα νοσοκομεία των διαφόρων πόλεων, όπως της Καστοριάς, των Ιωαννίνων και άλλων. Αναφέρουμε εδώ τον νεαρό τότε Αρχιμανδρίτη και μετέπειτα Μητροπολίτη Κίτρους Βαρνάβα, ο οποίος από την πρώτη στιγμή βρέθηκε στα ηρωϊκά βουνά της Βορείου Ηπείρου.
Αλλά η Εκκλησία δεν έμεινε μόνο εκεί. Όταν τον Απρίλιο του 1941 οι Γερμανοί μπαίνουν νικητές μέσα στην Ελλάδα, πάλι η Εκκλησία σήκωσε το μεγάλο βάρος για την διάσωση του λαού, αφού ο Βασιλεύς, αλλά και όλοι οι πολιτικοί είχαν φύγει στην Μέση Ανατολή. Ο πρώτος πού σηκώνει την σημαία της Αντιστάσεως και αυτό δεν μπορεί κανείς να το αρνηθεί διότι είναι η ιστορική πραγματικότης, άλλο εάν το κρύβουν ή δεν το λένε διότι αυτός πού σήκωσε την σημαία είναι κληρικός και επομένως κάτι τέτοιο δεν μας συμφέρει, είναι ο θαρραλέος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος για τον οποίον μιλήσαμε δι’ ολίγων πιο πάνω. Αρνήθηκε στην αρχή να συμμετάσχει στην επιτροπή παραδόσεως της πόλεως των Αθηνών η οποία τελικά έγινε σε κάποιο καφενείο από την συσταθείσα επιτροπή χωρίς τον Χρύσανθο στην αρχή της Λεωφόρου Αλεξάνδρας. Στην συνέχεια αρνήται να τελέσει Δοξολογία στον Μητροπολιτικό Ναό των Αθηνών λέγοντας τα εξής: «Δοξολογία δεν έχει θέσιν επί τη υποδουλώσει του Έθνους. Η ώρα της Δοξολογίας θα είναι άλλη». Αρνήται να ορκίσει την Κατοχική Κυβέρνηση Τσολάκογλου λέγοντας τα εξής: «Δεν μπορώ να ορκίσω Κυβέρνησιν προβληθείσαν υπό του εχθρού. Ημείς γνωρίζομεν ότι τας Κυβερνήσεις ορίζει ο Λαός και ο Βασιλεύς. Εδώ τώρα ούτε ο λαός εψήφισε την Κυβέρνησιν, ούτε ο Βασιλεύς την ώρισε. Πώς μού ζητείτε να ορκίσω Κυβέρνησιν υποδειχθείσαν υπό του εχθρού, δια να είναι άβουλον όργανόν του;». Λόγια δυνατά και σταθερά πού ταιριάζουν σε μεγάλους ηγέτες, κάτι για το οποίο πάσχει σήμερα η κοινωνία. Υποδέχεται τον Γερμανό Διοικητή Φον Στούμμε στο Γραφείο μιλώντας τον σε άπταιστα Γερμανικά, μια είχε σπουδάσει στην Γερμανία, με θάρρος δείχνοντας το μεγαλείο της λεβέντικης και ιερατικής του καρδιάς. Μετά από αυτά ο Χρύσανθος απομακρύνεται από τον Θρόνο του, και αναλαμβάνει την προεδρία της Ιεράς Συνόδου, ο Αθηνών Δαμασκηνός.
Αλλά και ο διάδοχος του Χρυσάνθου, ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός αποδείχτηκε μια μεγάλη και ηγετική προσωπικότητα στα δύσκολα εκείνα χρόνια. Ίδρυσε τον Ε.Ο.Χ.Α. για τον οποίο θα μιλήσουμε παρακάτω. Κάνει αγωνιώδης προσπάθειες για την σωτηρία του λαού από την πείνα. Μάλιστα κάνει εκκλήσεις σε όλους του Ερυθρούς Σταυρούς ανά τον κόσμο, για την αποστολή βοήθειας. Ακόμα προβαίνει σε μια ενέργεια πού δείχνει το μεγαλείο της ψυχής του. Σε τηλεγράφημά του προς τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Χριστοφόρο, για την βοήθεια κυρίως σε τρόφιμα, υποθηκεύει αντί άλλης αμοιβής όλα τα κειμήλια και τα άμφια των Ιερέων και των Μονών. Ακόμα ηγείται του ενόπλου αγώνος αφού είναι γνωστό ότι εκτός από Πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου, ήταν και Πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου και της Επιτροπής Συντονισμού του Αγώνος, συνεργαζόταν στενά με την Κυβέρνηση στην Μέση Ανατολή, καθώς και με τον Αρχηγό της Αντιστασιακής Ομάδος «Μίδας 614». Για όλες αυτές του τις προσφορές δίκαια ανέλαβε την Αντιβασιλεία μετά την Κατοχή, μέχρι να επιστρέψει η Κυβέρνηση και ο Βασιλεύς από την Μέση Ανατολή.
Μητροπολίτες επίσης όπως ο Ηλείας Αντώνιος και Σερβίων και Κοζάνης Ιωακείμ, πολεμούν κάτω από την σημαία του Ε.Α.Μ. ενώ κάτω από την σημαία του Ε.Δ.Ε.Σ. πολεμά ο Αρχιμανδρίτης και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Σεραφείμ ο οποίος τιμήθηκε από την Ελληνική Πολιτεία με το χρυσούν ανδρείον αριστείας, του πολεμικού σταυρού, και το μετάλλιο εξαιρέτων πράξεων. Χαρακτηριστική είναι η συνέντευξη πού δίνει στην Εφημερίδα «ΤΟ ΕΘΝΟΣ», στις 30 Σεπτεμβρίου του 1991, και εκεί εξιστορεί με κάθε λεπτομέρεια την άνοδό του στο βουνό, αλλά και την αντιστασιακή του δράση. Μιλάει για το συσσίτιο πού είχε οργανώσει στην ενορία όπου υπηρετούσε και αυτή ήταν ο Άγιος Λουκάς Πατησίων, στην οποία έτρεφε 600 παιδιά όταν όπως λέει χαρακτηριστικά «εμείς δεν είχαμε να φάμε, εν τούτοις ταΐζαμε 600 παιδιά». Μιλά ακόμα για το κυνηγητό από τους Γερμανούς λόγω των κηρυγμάτων του, πώς ανεβαίνει στο βουνό και συναντιέται με τον Ζέρβα, πώς φτάνει στην Αθήνα και κρύβεται σε διάφορα σπίτια, αφού στα Γιάννενα όπου είχε καταφύγει είχε προδοθεί από κάποιον χασάπη και πολλά άλλα τα οποία μπορεί κανείς αν ανατρέξει το 1991 και βρει την εφημερίδα, θα μπορέσει να διαβάσει πολλές πληροφορίες για την δράση του Σεραφείμ στην Αντίσταση.
Ποιος μπορεί να λησμονήσει τον θαρραλέο Μητροπολίτη Ιωαννίνων Σπυρίδωνα Βλάχο, ο οποίος από την πρώτη στιγμή βρέθηκε στο Μέτωπο, εμψυχώνοντας τους Έλληνες Στρατιώτες. Είναι αυτός πού μπαίνει πρώτος μαζί με τους Στρατιώτες στο ελεύθερο Αργυρόκαστρο, στο Ελληνικό Αργυρόκαστρο, όπου τέλεσε μαζί με τον Μητροπολίτη Αργυροκάστρου Παντελέημονα Δοξολογία στον Μητροπολιτικό Ναό του Αργυροκάστρου. Ένα χαρακτηριστικό είναι η μαρτυρία ενός Αμερικανού δημοσιογράφου, ο οποίος βρέθηκε στο Μέτωπο και εκεί είδε τον Ιεράρχη των Ιωαννίνων να είναι στην πρώτη γραμμή, ενώ από πάνω του περνούσαν τα Ιταλικά Αεροπλάνα, και εκείνος γελούσε, ενώ συγχρόνως ενίσχυε και τον Στρατό. Για όλα αυτά αλλά και άλλα πού δεν μας παίρνει ο χρόνος, ο Ιωαννίνων Σπυρίδων τιμήθηκε με το Χρυσούν Αριστείον Ανδρείας, αλλά και με το παράσημο των Εξαιρέτων Πράξεων.
Κάναμε προηγουμένως μια αναφορά στον Μητροπολίτη Σερβών και Κοζάνης Ιωακείμ. Ενός Ιεράρχου, ο οποίος βγήκε και πολέμησε τους κατακτητές. Κέντρο των επιχειρήσεων ήταν ο Νάρθηκας του Μητροπολιτικού Ναού του Αγίου Νικολάου, όπου εκεί σε συνεργασία με άλλα πρόσωπα, κατάφερε να συγκεντρώσει τρόφιμα και άλλα είδη για την αντιμετώπιση της πείνας πού μάστιζε την περιοχή της Κοζάνης. Για τον Ιεράρχη της Κοζάνης γράφει ο Κοζανίτης Αλέκος Σακαλής στο βιβλίο του «Μνήμες»: «Πήραμε την απόφαση με το γραφείο (ΚΚΕ) περιοχής Μακεδονίας πού είχε έδρα την Θεσσαλονίκη. Άρχισαν οι οργανώσεις, ανασυγκροτήθηκαν με το σύνθημα, συγκέντρωση και απόκρυψη οπλισμού. Παραμονές δε πού θα έμπαιναν οι Γερμανοί στην Κοζάνη, είχαμε ανταμώσει με τον Μητροπολίτη Κοζάνης τον Ιωακείμ. Ήταν γνωστό σε μένα και σε άλλους, ότι ο Ιωακείμ είναι δημοκράτης, φιλελεύθερος και κάπως δίκαιος. Ο Μητροπολίτης μπαίνει και αυτός στην Νομαρχιακή επιτροπή του Αντιστασιακού Μετώπου, όπως θα ονομαστεί αργότερα το Ε.Α.Μ.».
Ο Μητροπολίτης Μυτιλήνης Ιάκωβος ο Α΄ στις 4 Μαΐου του 1941, όταν οι Γερμανοί εισήλθαν στην πόλη της Μυτιλήνης, παρουσιάστηκε ενώπιον του Ανωτάτου Γερμανού Στρατιωτικού Διοικητού, και τον είπε τα εξής: «Είμαι ο Έλλην Μητροπολίτης του τόπου. Τεταγμένος ων υπό του Θεού εις τον τόπον αυτόν ως πνευματικός ποιμήν, έχω καθήκον να προφυλάττω το ποίμνιόν μου από παντός κακού, πάντοτε μεν, αλλ’ ιδία οσάκις τούτο ευρίσκεται εν κρισίμοις περιστάσεσιν. Απευθύνομαι προς Ανώτερον Αξιωματικόν Κράτους πεπολιτισμένου και επικαλούμαι την προστασίαν του υπέρ της πόλεως και της νήσου ολοκλήρου, εξαιτούμαι δε και την προστασίαν των πολλαπλών Ιδρυμάτων μου». Και όταν λέει ο Μητροπολίτης Μυτιλήνης Ιάκωβος ο Α΄ «των Ιδρυμάτων μου», εννοεί ότι την εποχή εκείνη, στην Μυτιλήνη λειτουργούσαν τα εξής ιδρύματα τα οποία ήταν κάτω από τη επίβλεψη της Ιεράς Μητροπόλεως Μυτιλήνης, και αυτά ήταν: Το Βαστάνειο Ιερό Νοσοκομείο, στο οποίο σε όλη την περίοδο της Κατοχής περιέθαλψε 8.244 ασθενείς. Το Σανατόριο Λέσβου «Η Υγεία», με 252 ασθενείς. Το Γηροκομείο, το Άσυλο και ο Παιδικός Σταθμός. Το Νοσοκομείο Αγιάσου, από το οποίο έλαβαν δωρεάν φάρμακα 2.050 ασθενείς. Τα παιδικά ιατρεία, το Γηροκομείο Αγιάσου και πολλά άλλα, τα οποία για να τα αναφέρουμε θα θέλαμε αρκετό χρόνο να τα απαριθμήσουμε. Ξεκινά μια προσπάθεια όταν ενέσκηψε ο φοβερός χειμών του 1941, ώστε να σώσει τα παιδιά και όχι μόνο. Γι’ αυτό και καλεί τους Ιερείς να οργανωθούν σε αυτόν το σκοπό, αλλά και προτρέπει τους πλουσίους να βοηθήσουν σε αυτήν προσπάθεια. Πολλοί ήταν εκείνοι πού ανταποκρίθηκαν στο κάλεσα του Μητροπολίτου, ενώ υπήρχαν και άλλοι οι οποίοι δεν ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα αυτό. Γι’ αυτούς ο Μυτιλήνης Ιάκωβος απηύθυνε μια επιστολή η οποία αποτελεί ένα μνημειώδες κείμενο ανθρωπιάς και ευθύνης. Ένα μικρό απόσπασμα αυτής της επιστολής έχει ως εξής: « Επικαλούμεθα τα χριστιανικά και αυτά επί τέλους τα ανθρωπιστικά των αισθήματα, τους παρακαλούμεν εξ όλης ψυχής, δια τελευταίαν φοράν, και τούς συμβουλεύομεν πατρικώς να συναισθανθούν τας μεγάλας ευθύνας… δεν είναι δυνατόν να δικαιολογηθούν όσοι ηρνήθησαν να εκτελέσουν το καθήκον τούτο, και μάλιστα αυτοί πού έχουν τον πλούτο εις τας χείρας των. Δεν θα γίνουν πιστευταί αι προφάσεις των…».
Πώς να ξεχάσει κανείς τον Αρχιμανδρίτη και Ιεροκήρυκα της Μητροπόλεως Καλαβρύτων αείμνηστο Κωνστάντιο Χρόνη, ο οποίος έσωσε το Αίγιο από ολοκληρωτική καταστροφή, όταν εκείνο το ανθρωπόμορφο τέρας ο Γερμανός στρατιωτικός Διοικητής Τέννερ είχε κάψει τα Καλάβρυτα και είχε σκοτώσει τους 1.300 Καλαβρυτινούς, από 15 χρονών και πάνω ενώ όλοι οι υπόλοιποι κάτοικοι των Καλαβρύτων είχαν συγκεντρωθεί στο Σχολείο με το σκεπτικό μόλις τελείωναν το ανοσιούργημά τους να γυρνούσαν πίσω και να έβαζαν φωτιά και στο Σχολείο. Αλλά ο στρατιώτη πού φύλαγε εκεί τους λυπήθηκε και άνοιξε την πόρτα του Σχολείου και ελευθέρωσε όλα τα γυναικόπαιδα. Όπως ήταν επόμενο ο στρατιώτης αυτός έχασε την ζωή του από το πιστόλι του Τέννερ. Μια τραγωδία και ένα ολοκαύτωμα πού συντάραξε το πανελλήνιο. Αυτήν την μαρτυρία την καταθέτω έπειτα από την προτροπή του Μητροπολίτου και Γέροντός μας κυρίου Αγαθονίκου, ο οποίος μικρό παιδί τότε θυμάται με συγκίνηση το όλο σκηνικό, όταν όλοι οι κάτοικοι του Αιγίου συγκεντρωμένοι μέσα στον Ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου στο Αίγιο μαζί με τον Μητροπολίτη Καλαβρύτων κύριο Θεόκλητο τον μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Αθηνών, έτρεμαν από τον φόβο τους. Τότε ο Αρχιμανδρίτης Κωνστάντιος Χρόνης έφυγε με τα πόδια και πήγε στα μέρη της Γορτυνίας, και εκεί βρήκε τον Άρη Βελουχιώτη, και τον παρακάλεσε να μη προβεί σε αντίποινα για την καταστροφή των Καλαβρύτων, αλλά να σταματήσει ώστε να σωθούν τουλάχιστον οι Αιγιώτες. Αυτό το σκηνικό το θυμάται ο Μητροπολίτη και Γέροντάς μας, και πάντοτε συγκινήται για την ενέργεια αυτήν του Αρχιμανδρίτου Κωνσταντίου.
Σημαντική επίσης ήταν η προσφορά το Μητροπολίτου Δημητριάδος Ιωακείμ, ο ποιος σε εγκύκλιό του με αφορμή τους βομβαρδισμούς πού υπέστη ο Βόλος μένει εκεί και αναφέρει τα εξής: « ούτω και εγώ ως Μητροπολίτης, συναισθανόμενος ότι όφειλον να διαθέσω πάσας τας σωματικάς και πνευματικάς μου δυνάμεις υπέρ του εθνικού αγώνος και δια του παραδείγματός μου να εμπνεύσω και άλλους προσπάθησα ευθύς εξ αρχής να εκπληρώσω πάντα τα καθήκοντά μου, όσον ηδυνάμην εις το ακέραιον…».
Μεγάλη δράση ανέπτυξε και ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γεννάδιος, ο Μητροπολίτης της απελευθερώσεως της πόλεως από τον Οθωμανικό ζυγό το 1912. Ο εν λόγω Μητροπολίτης μόλις εισήλθαν οι Γερμανοί στην Θεσσαλονίκη, ο Στρατιωτικός Διοικητής ζήτησε από τον Μητροπολίτη να του υποδείξει ομήρους. Τότε προσήλθε στην Κομμαντατούρ με κάποιους ιερείς και δήλωσε τα εξής: «Εμείς είμεθα οι ζητηθέντες όμηροι». Οργάνωσε στην Μητρόπολή του συσσίτια 37 τον αριθμό, όπου σίτιζε περίπου 8.500 παιδιά.
Θα αναφερθούμε για λίγο στον Μητροπολίτη Καρυστίας και μετέπειτα Χίου, τον Παντελεήμονα Φωστίνη, τον γέροντα του μακαριστού Μητροπολίτου Κίτρους Βαρνάβα, ο οποίος είχε φύγει στην Μέση Ανατολή, λόγω της αντιστασιακής του δράσεως. Την ημέρα πού κατέλαβαν οι Γερμανοί το Αλιβέρι το ημερολόγιο έδειχνε 27 Απριλίου 1941. Ο φλογερός Μητροπολίτης λειτουργούσε στον Ιερόν Ναό του Αγίου Αθανασίου. Απευθυνόμενος στο εκκλησίασμα είπε τα εξής: «Βαστάτε παιδιά. Ήτο γραφτό μας να σκλαβωθούμε. Από το 1922, πού έγινα πατέρας σας, περάσαμε πολλά χρόνια ευτυχισμένα μαζί. Μαζί θα πιούμε και τα φαρμάκια της σκλαβιάς.
Όλοι μας γνωρίζουμε το Θρυλικό Πλοίο του Βασιλικού Ελληνικού Ναυτικού το «ΑΒΕΡΩΦ». Ένα πλοίο πού σημάδεψε την ιστορία της νεοτέρας Ελλάδος. Διότι είναι αυτό πού εισήλθε στα Στενά των Δαρδανελίων κατά τον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, αγκυροβόλησε μέσα στον Βόσπορο και πολλά άλλα κατορθώματα σηματοδοτούν την πορεία του. Σήμερα βρίσκεται αγκυροβολημένο και αποτελεί ένα ζωντανό Μουσείο, αλλά και ένα θρύλο για όσους το έχουν επισκεφτεί. Αυτό όμως το πλοίο ρώτησε κανείς ποιος το έσωσε από τους βομβαρδισμούς και τον εξευτελισμό; Μα ένας άνθρωπος, ένας άνθρωπος πού πήρε όλο το ρίσκο για την σωτηρία του. Και αυτός ο άνθρωπος ήταν ο Ιερεύς του Πλοίου, ο Αρχιμανδρίτης Διονύσιος Παπανικολόπουλος μετέπειτα Μητροπολίτης Ιερισσού και στην συνέχεια Εδέσσης και Πέλλης. Αυτός ο θαρραλέος Κληρικός ο οποίος είχε τιμηθεί από την Αυτού Υψηλότητα τον Αντιβασιλέα των Ινδιών με το Πολεμικό Μετάλλιο του Βρεττανικού Ινδικού Στρατού των Διακεκριμένων Πράξεων, έσωσε τον «ΑΒΕΡΩΦ», αλλά και την τιμή του. Ήταν Μεγάλη Πέμπτη και ο φλογερός Κληρικός μιλάει με θάρρος και παρρησία στο πλήρωμα του «ΑΒΕΡΩΦ». Τους λέει ότι οι Γερμανοί θέλουν να βουλιάξουν το Ιστορικό πλοίο. Τελειώνει με την φράση «θα μας καταριούνται από τον ουρανό οι ψυχές των ηρώων μας ναυτικών, του Μιαούλη, του Κανάρη, του Κουντουριώτη, της Μπουμπουλίνας. Τι λέτε παιδιά;» Και τότε όλοι οι ναύτες απάντησαν: «Παπά θα κάνουμε ό, τι μας πείς». Έτσι πάρθηκε η απόφαση να φύγει ο «ΑΒΕΡΩΦ», μέσα σε κίνδυνο και εμπόδια, αφού η θάλασσα ήταν γεμάτη από νάρκες. Οι ναύτες έχοντας εμπιστοσύνη στον παπά, τον λένε όλοι μαζί: «Θα φύγουμε παπά, με τον Αβέρφω και ό,τι πει ο Θεός». Τότε ο αείμνηστος Διονύσιος Παπανικολόπουλος τους λέει ένα όνειρο πού είδε το προηγούμενο βράδυ. Είδε ένα γέρο ασπρομάλλι πού νόμιζε ότι ήταν ο πατέρας του. Εκείνος ο Ασπρομάλλης τον λέει ότι δεν είναι ο πατέρας του, αλλά ο Άγιος Νικόλαος, και ότι θα είναι μαζί τους. Να μη φοβηθούν και τίποτα δεν θα πάθουν. Να πάνε στο καλό και θα φτάσουν εκεί πού θέλουν. Ο Θεός είναι μαζί τους». Και έτσι το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης τελουμένης της ακολουθίας ξεκίνησε το θρυλικό καράβι. Το πρωί για να αποφύγει τους βομβαρδισμούς κρύφτηκε στην περιοχή της Κυνουρίας, το βράδυ έκαναν την περιφορά του Επιταφίου σε όλο το πλοίο και έτσι με την βοήθεια του Θεού, αλλά και το θάρρος του παπά σώθηκε το πλοίο «ΑΒΕΡΩΦ» και έφτασε στη Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.
Ογδόντα τέσσερις συνολικά ήταν οι Στρατιωτικοί Ιερείς πού μετέβησαν στα Βουνά της Βορείου Ηπείρου και λειτουργούσαν, εξομολογούσαν, κοινωνούσαν ενεθάρρυναν, εμψύχωναν, αλλά και κήδευαν τους φαντάρους πού πολεμούσαν «υπέρ βωμών και εστιών». Ογδόντα τέσσερις κληρικοί πού νέοι και με όνειρα για την ζωή και την Εκκλησία, άφησαν την καλοπέραση, τις γνώσεις και τα πτυχία τους και πήγαν εκεί στην πρώτη γραμμή του Μετώπου, και δεν έφυγαν παρά μόνο μετά την συνθηκολόγηση και την υποχώρηση και του τελευταίου στρατιώτου. Ογδόντα τέσσερις κληρικοί πού η ιστορία και ο κόσμος τούς αγνοεί, διότι δεν θέλουν αυτοί πού διδάσκουν και καταγράφουν την ιστορία να φαίνονται πουθενά οι κληρικοί, αυτοί οι νέοι «Παπαφλέσσιδες και Διάκοι και Γερμανοί και Γρηγόριοι και Κύριλλοι και Διονύσιοι» και τόσοι άλλοι κληρικοί πού έδωσαν τα πάντα για το Γένος μας, ώστε να είμαστε εμείς αυτοί πού είμαστε σήμερα, και να απολαμβάνουμε την ελευθερία και την Δημοκρατία μας.
Η Εκκλησία ακόμα ίδρυσε τον Ε.Ο.Χ.Α. δηλαδή τον «Εθνικό Οργανισμό Χριστιανικής Αλληλεγγύης» με 3.000 παραρτήματα σε όλη την Ελλάδα. Έτσι επιγραμματικά αναφέρουμε ότι το 1942 μοίρασε 480.834 μερίδες γάλακτος και φαγητού, το 1943 2.888.097 και το 1944 3.403.964 μερίδες.
Ποιος μπορεί να ξεχάσει τους Αρχιμανδρίτες Δαμασκηνό Χατζόπουλο, Διονύσιο Χαραλάμπους και Μελέτιο Γαλανόπουλο οι οποίοι συνελήφθησαν για αντιστασιακή δράση. Ύστερα από περιπέτειες οδηγήθηκαν στην Γερμανία και μάλιστα στο Στρατόπεδο του Νταχάου, όπου κατάφεραν να επιζήσουν από τις φρικτές ταλαιπωρίες και βασανιστήρια. Μάλιστα ο Διονύσιος Χαραλάμπους αργότερα δημοσίευσε τα απομνημονεύματά του, τα οποία είχε καταγεγραμμένα σε μικρά χαρτιά, κατά την περίοδο της φυλακίσεως του. Αυτός ο κληρικός είναι ο μετέπειτα Μητροπολίτης Τρίκκης και Σταγών Διονύσιος, που χειροτόνησε σε Διάκονο τον Μητροπολίτη μας κύριο Αγαθόνικο, ο οποίος όταν μιλά για τον γέροντά του πάντοτε συγκινείται.
Να αναφέρουμε ακόμα τους Μητροπολίτες Θεσσαλονίκης Γεννάδιο και Χαλκίδος Γρηγόριο, οι οποίο έσωσαν πολλούς Εβραίους από το ολοκαύτωμα, και οι οποίο εις ευγνωμοσύνη ανακήρυξαν τον Χαλκίδος ως Μεγάλο Ευεργέτη τους.
Αλλά σε αυτόν τον αγώνα δεν έμεινε αμέτοχη και η Μητέρα Εκκλησία, η Αγία του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία, το Μαρτυρικό μας Οικουμενικό Πατριαρχείο. Σαν Πατριαρχείο δεν θα μπορούσε να κάνει και πολλά, διότι οι συνθήκες της εποχής ήταν πολύ δύσκολες γι’ αυτό. Έκαναν όμως και προσέφεραν πολλά στον αγώνα περιοχές πού καταλήφθηκαν από τα Στρατεύματα Κατοχής όπως η Κρήτη, αλλά και τα Δωδεκάνησα. Αλλά και η Αμερική, η Αρχιεπισκοπή Αμερικής, με προτεργάτη τον φωτισμένο Ιεράρχη και αργότερα Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα, πρόσφερε τα μέγιστα για την σωτηρία του Γένους. Ο Αθηναγόρας είναι αυτός πού οργάνωσε στην Αμερική την «Ελληνική Πολεμική Περίθαλψη», με την συγκέντρωση υλικών για τους χειμαζομένους Έλληνες. Ακόμα είναι αυτός πού πολλοί δεν τον ξέρουν, ότι πρότεινε στον τότε Πρόεδρο της Αμερικής την δημιουργία του σχεδίου Μάρσαλ, το οποίο εφαρμόστηκε στην μετακατοχική Ελλάδα.
Αλλά για να μη αφήσουμε και τη λεβεντογέννα Κρήτη, θα αναφερθούμε για λίγο στους δύο Αρχιεπισκόπους Κρήτης τον Βασίλειο και τον Ευγένιο. Όχι ότι και άλλοι δεν προσέφεραν, αλλά ο χρόνος δεν μας επιτρέπει να κάνουμε εκτενής αναφορά. Ο Κρήτης Βασίλειος με τα φλογέρα του κηρύγματα τόνωνε το ηθικό του λαού. Σε κάθε του κήρυγμα τελείωνε με την φράση «αδέλφια καλή λευτεριά». Γι’ αυτόν τον λόγο και εξορίστηκε από τους Γερμανούς από την Κρήτη.
Από την άλλη, ο Ευγένιος ως Πρωτοσύγκελλος, τελειόφοιτος της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, αρνήθηκε να προδώσει τους ανθρώπους πού αντιστάθηκαν λέγοντας χαρακτηριστικά: «Σας προτείνω τον εαυτό μου πρώτον, αλλά να υποδείξω πνευματικά μου παιδιά να εκτελεστούν  δεν θα αποφασίσω ποτέ». Ο ίδιος Πρωτοσύγκελλος μοίρασε μια Εγκύκλιο σε όλη την Αρχιεπισκοπή στην οποία αορίστως αποδοκίμαζε τις εκτελέσεις των ημερών, υπονοώντας ευφυέστατα τις εκτελέσεις των Κρητών από τους Γερμανούς.
Έχουμε ακόμα την προσφορά του κλήρου στα ηρωϊκά Δωδεκάνησα, σε αυτό το υγιές τμήμα του Ελληνισμού, αλλά και της Μητρός Αγίας Του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως. Τα νησιά αυτά σύμφωνα με την συνθήκη του Μούδρου, αλλά και με την Συνθήκη των Σεβρών παραχωρήθηκαν στην Ιταλία. Έτσι αυτά βρέθηκαν από την πρώτη στιγμή κάτω από την Ιταλική Κυριαρχία και την επιρροή του Ιταλού Δικτάτορος Μπενίτο Μουσολίνι. Ακούσαμε πέρυσι κατά τις συζητήσεις πού γινόταν για το βιβλίο της ιστορίας, θα θυμόμαστε όλοι ότι υπήρχε μια ολόκληρη φιλολογία για το Κρυφό Σχολείο. Ασφαλώς και στα χρόνια της Οθωμανικής Κυριαρχίας υπήρχαν περίοδοι πού τα γράμματα ανθούσαν. Αλλά υπήρχαν και περίοδοι όπως οι δύο πρώτοι αιώνες της Οθωμανικής Κυριαρχίας πού λέγονται και σκοτεινοί, κατά τους οποίους ο μόνος τρόπος για να μάθουν οι σκλαβωμένοι τότε γράμματα ήταν μέσω του Κρυφού Σχολειού. Αυτό λοιπόν το κρυφό Σχολείο, ξαναλειτούργησε στα δύσκολα εκείνα χρόνια της Ιταλοκρατίας στα Δωδεκάνησα. Και γίνομαι πιο σαφής.
Οι Ιταλοί ήθελαν πάση θυσία να αποσπάσουν τους Έλληνες Δωδεκανησίους, αλλά και τις ίδιες τις Μητροπόλεις από την επιρροή του Οικουμενικού Πατριαρχείου διότι ήξεραν πολύ καλά ότι η επιρροή της Μητρός Εκκλησίας, ήταν μια εγγύηση για την ελληνικότητα της περιοχής. Γι’ αυτό και αφαιρούν όλα τα προνόμια και τα κατοχυρωμένα δικαιώματα του Πατριαρχείου, απαγορεύουν στους Επισκόπους να χειροτονούν Ιερείς, ενώ απαγόρευσαν και την διδασκαλία της Ελληνικής γλώσσης. Και όχι μόνο αυτό, αλλά έκλεισαν και τα σχολεία, για να μπορεί πιο εύκολα να λειτουργήσει η Ιταλική προπαγάνδα. Όλες όμως αυτές οι προσπάθειες έπεσαν στο κενό, αφού βρήκαν την αντίσταση του κλήρου σε όλα τα Δωδεκάνησα. Παρόλ’ αυτά η Εκκλησία κατάφερε να αποσπάσει την προφορική άδεια από τους Ιταλούς για την εκμάθηση του μαθήματος  των Θρησκευτικών από τους κληρικούς. Έτσι οι κληρικοί σε όλη την διάρκεια της Ιταλοκρατίας, και μάλιστα στα δύσκολα χρόνια 1937 έως 1943 μέσα σε δύσκολες συνθήκες έμαθαν στα παιδιά γράμματα από την Παρακλητική και το Ψαλτήρι. Κάτι πού έκαναν οι προκάτοχοί τους κληρικοί στα χρόνια της Οθωμανικής Κυριαρχίας. Με το πρόσχημα του Κατηχητικού Σχολείου, οι Κληρικοί δίδασκαν Ελληνικά, Θρησκευτικά, ιστορία και μαθηματικά. Για την μεγάλη αυτήν προσφορά του Κλήρου στα Δωδεκάνησα, υπάρχει και σχετική αναφορά του Ελληνικού Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων με ημερομηνία 25 Ιανουαρίου 1947, λίγους μήνες μετά την ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων με την Ελλάδα.
Αλλά επειδή αναφερθήκαμε στην δράση των Κληρικών είτε αυτοί ήταν Μητροπολίτες, είτε απλοί Ιερείς, τόσο κατά την διάρκεια του Πολέμου, όσο και μετά κατά την Κατοχή, καλό θα είναι να αναφέρουμε και ορισμένους Κληρικούς οι οποίοι έδωσαν και την ζωή τους για να ποτιστεί το δέντρο της Ελευθερίας. Έτσι θα αναφέρουμε το Ιερέα Χρήστο Κανελλόπουλο. Ο Ιερεύς Χρήστος Κανελλόπουλος, παπάς στα Καλάβρυτα, παρουσιάζεται μαζί με τους προκρίτους των Καλαβρύτων στους Γερμανούς και μάλιστα μπροστά στον Διοικητή πού αναφέραμε πιο πάνω τον αιμοσταγή, αλλά και ανθρωπόμορφο τέρας όπως τον αποκαλεί ο Μητροπολίτη μας, Τέννερ. Ο Τέννερ τους διαβεβαιώνει ότι οι κάτοικοι των Καλαβρύτων δεν διατρέχουν κανένα κίνδυνο, αλλά θα τουφεκιστούν μόνο όσοι προσπαθήσουν να φύγουν. Όλα αυτά γίνονται στις 8 Δεκεμβρίου του 1943. Ο Τέννερ έδωσε εντολή στον Παπά- Χρήστο να χτυπήσει την καμπάνα και να μαζέψει τους κατοίκους στην Πλατεία, ενώ συγχρόνως τους διέταξε να κλειστούν μέσα στην Εκκλησία. Το ημερολόγιο έγραφε 13 Δεκεμβρίου. Ο Παπάς αμέσως κατάλαβε τι σήμαινε αυτό. Γι’ αυτό και τους εμψυχώνει, ενώ τους ζητά να ζητήσουν συγγνώμη ο ένας από τον άλλον και όλοι μαζί να ζητήσουν το έλεος του Θεού. Την ώρα εκείνη πού όλοι προσεύχονταν, ανοίγει η πόρτα της Εκκλησίας, και ορμά μέσα ο Τέννερ, όπου καλεί ανά εξάδα όλους τους κατοίκους από 15 χρονών και πάνω να βγούν έξω. Ο παπάς πέφτει στα γόνατα και παρακαλεί τον Τέννερ να μη προχωρήσει στο κτηνώδες αυτό έργο του, στον αφανισμό αθώων ανθρώπων. Εκείνος με κυνικό τρόπο, ως άνθρωπος των Ες-Ες πού ήταν, και πού όλοι αυτοί δεν είχαν μέσα τους αισθήματα, αφού ακόμα και την ίδια τους την μάνα μπορούσαν να σκοτώσουν, όπως δείχνει πολύ παραστατικά το περίφημο εκείνο έργο του Νικολάου Φώσκολου με την αξέχαστη Αλίκη Βουγιουκλάκη «Την Υπολοχαγό Νατάσσα», τον απαντά: «Τώρα, μη βιάζεσαι, θα έρθει και σειρά σου». Αποτέλεσμα ήταν οι Γερμανοί να εκτελέσουν 1.300 άνδρες από 15 χρονών και πάνω. Υπάρχουν πλήθος ονομάτων κληρικών πού είτε βγήκαν στα βουνά, είτε εκτελέστηκαν από τα Στρατεύματα Κατοχής, διότι ας μη ξεχνάμε ότι η Κατοχή ήταν τριπλή. Γερμανική, Ιταλική και Βουλγαρική. Ονόματα όπως του παπά- Περικλή πού πολέμησε με το Ε.Α.Μ. από την Μητρόπολη Φθιώτιδος, ο παπά- Τζιβελέκης, ο παπά- Μάρκος Μητριάδης κληρικός της Ιεράς Μητροπόλεως Φλωρίνης, ο οποίος εκτελέστηκε από τους Βουλγάρους λόγω της Αντιστασιακής δράσεως στις 22 Ιουνίου 1944, ο παπά- Νόλης Παπαοικονόμου της Ιεράς Μητροπόλεως Φλωρίνης με μεγάλη αντιστασιακή δράση, εκτελέστηκε από τους Βουλγάρους τον Απρίλιο του 1944, και πολλοί άλλοι τους οποίους δεν θα αναφέρω διότι θα πρέπει να αφήσω και αυτό δεν το θέλω.
Στον αγώνα όμως αυτό δεν έμειναν αμέτοχα και τα μοναστήρια μας, αυτά τα μοναστήρια πού πάντοτε στάθηκαν οι κυματοθραύστες των αιρέσεων αλλά και των βαρβάρων. Η Ιερά Μονή της Ύδρας φιλοξενούσε επί ένα χρόνο τρεις Άγγλους Αξιωματικούς, τους οποίους ανακάλυψαν οι Γερμανοί και γι’ αυτό ζήτησαν από τον Μητροπολίτη Ύδρας Προκόπιο να εγκαταλείψει μέσα σε επτά ημέρες το Νησί. Η Μονή των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων στην Σπάρτη, διέσωσε πολλούς Άγγλους και αντάρτες. Η Μονή Βελλάς των Ιωαννίνων μετατράπηκε σε Νοσοκομείο. Στη Μονή της Δαμάστας στην Λαμία, όπου είχε φιλοξενήσει Νεοζηλανδούς στρατιώτες, είχε ως αποτέλεσμα να συλληφθεί ο Ηγούμενος, ένας δόκιμος και ένας υπάλληλος της Μονής. Οι δύο τελευταίοι βασανίστηκαν ανελέητα, ενώ ο Ηγούμενος λόγω της σεβασμίας μορφής του καταδικάστηκε δίς εις θάνατο. Τελικά η ποινή μετατράπηκε σε ισόβια. Για να έρθει τελικά η ημέρα της ελευθερίας και τότε η Κυβέρνηση της Νέας Ζηλανδίας να τιμήσει τον Ηγούμενο της Μονής Δαμάστας. Ακόμα μεγάλο τίμημα πλήρωσε και η δική μας Ιερά Μονή του Αγίου Διονυσίου του εν Ολύμπω, η οποία καταστράφηκε ολοσχερώς από τα Γερμανικά Στρατεύματα Κατοχής, αφού την μεν Μονή την ανατινάξανε, ενώ αρκετοί μοναχοί έχασαν την ζωή τους. Μάρτυρας παρέμενε για χρόνια η κατεστραμμένη Μονή, την οποία σήμερα ανακαινίζουν εκ βάθρων οι Πατέρες της. Αλλά μια ζωντανή μαρτυρία για την καταστροφή της Μονής, είναι ο τελευταίος μοναχός πού ζή σήμερα στην Μονή από την παλαιά φουρνιά, και αυτός είναι ο αγαπητός σε όλους μας πατήρ Άνθιμος, ή ο Γερβάσιος όπως τον ξέραμε οι πιο παλαιοί.
Με βαρύ φόρο αίματος πλήρωσαν και τα δύο ιστορικά Μοναστήρια της Πελοποννήσου, το Μέγα Σπήλαιο και η Αγία Λαύρα. Δύο Μοναστήρια σύμβολο. Μετά την καταστροφή των Καλαβρύτων, οι Γερμανοί ανεβαίνουν στο Μέγα Σπήλαιο. Εκεί οι Μοναχοί τούς υποδέχονται με ευγένεια. Οι Γερμανοί αμέσως αρχίζουν το βάρβαρο έργο τους. Εκτός από τους Μοναχούς, συλλαμβάνουν τους επισκέπτες λαϊκούς και τους υπαλλήλους της και τους οδηγούν στην θέση Κισσιώτη, και εκεί τους εκτελούν. Επειδή όμως μερικοί ήταν ακόμα ζωντανοί, γι’ αυτό και τελειώνουν το έργο τους με ακόμα πιο απάνθρωπο τρόπο. Όλους τους πυροβοληθέντας τους ρίχνουν κάτω στον γκρεμό, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν όλοι. Τον σχετικό κατάλογο των φονευθέντων τον συνέταξε αργότερα ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός. Αλλά και η Αγία Λαύρα είχε την ίδια τύχη. Οι Γερμανοί αφού κατέστρεψαν την Μονή, κρέμασαν όλους τους μοναχούς έξω από την Μονή, στον πλάτανο πού είναι έξω από την Μονή.
Για την προσφορά της Εκκλησίας και του Κλήρου θα μπορούσαν να γραφτούν τόμοι ολόκληροι. Τα λίγα που διατυπώθηκαν
αποδεικνύουν περίτρανα το πόσο η Εκκλησία στα δύσκολα εκείνα χρόνια έμεινε για σώσει τα παιδιά της. Γι’ αυτό αντί να τη συκοφαντούν, καλό θα είναι να διαβάσουν την ιστορία και τις πηγές, και να σταθούν αν όχι με τον ανάλογο σεβασμό, τουλάχιστον με κάποια αξιοπρέπεια. Διότι η Εκκλησία έγραψε λαμπρές σελίδες με το ίδιο της το αίμα, και θα είναι αυτή πού αν χρειαστεί, ο Θεός να φυλάξει, θα δώσει και πάλι το παρών όταν και όποτε αυτό χρειαστεί.
Ένα ελάχιστο δείγμα αγάπης τιμής και σεβασμού στην Εκκλησία του Χριστού, την οποία αγάπησα από μικρό παιδί, και που προσπαθώ να την υπηρετήσω με τις μικρές και ανίσχυρες δυνάμεις μου.

Αρχιμ. Ιωακείμ Οικονομίκος
Οκτώβριος 2007.