Ο εκ Σκοτίνης Πιερίας
Ο κατά κόσμον Κωνσταντίνος Κυπαρίσσης ο μετέπειτα πατριάρχης Αλεξανδρείας (1858-1861), γεννήθηκε το 1800 στη Σκοτίνα Πιερίας του κάτω Ολύμπου. Σε πολύ νεαρή ηλικία, το 1808, έδειξε ενδιαφέρον για τη μοναχική ζωή και σπούδασε στο ελληνικό σχολείο της Τσαριτσάνης. Χειροτονήθηκε ιεροδιάκονος το 1820 και πέντε έτη αργότερα 1825 χειροτονήθηκε ιερομόναχος.
Το 1829 βρέθηκε στη μητρόπολη Σερρών για υπόθεση της μονής Ολυμπιώτισσας και γνωρίστηκε με τον μητροπολίτη Σερρών Πορφύριο, ο οποίος του πρότεινε τη θέση του πρωτοσυγκέλου της μητρόπολής του, την οποία ο Καλλίνικος αποδέχτηκε. Ένα έτος αργότερα, το 1830, ακολούθησε τον Πορφύριο στη Μυτιλήνη που είχε μετατεθεί, ανέλαβε και εκεί τη θέση του πρωτοσυγκέλου. Το 1840 του δόθηκε από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Γερμανό Δ΄ το αξίωμα του Μεγάλου Πρωτοσυγκέλου του Οικουμενικού Θρόνου.
Στις 15 Απριλίου 1842 χειροτονήθηκε μητροπολίτης Μυτιλήνης. Στα χρόνια της ποιμαντορίας του κατάφερε μέσα από το θετικό κλίμα που καλλιέργησε με την Πύλη να πέτυχε την ανέγερση του ιερού ναού του αγίου Θεράποντα στο κέντρο της Μυτιλήνης, την οργάνωση των σχολείων της συντηρώντας και κτίζοντας νέα και την πρόσληψη ελλήνων δασκάλων από την ελεύθερη Ελλάδα. Πέτυχε, επίσης, την σύσταση του Γυμνασίου της Μυτιλήνης αλλά και την οργάνωση και την ενίσχυση του νοσοκομείου της. Σημαντική κοινωνική προσφορά του ήταν η αλλαγή νομοθεσίας με εγκύκλιο του εθίμων που αφορούσαν τους αρραβώνες, γάμους, βαπτίσεις κτλ., η οποία ίσχυε από το 1754.
Τον Μάρτιο του 1853 ο Καλλίνικος μετατέθηκε στον μητροπολιτικό θρόνο της Θεσσαλονίκης, και είχε πρωτεύοντα ρόλο στις όμορες οκτώ επισκοπές οποίες ήταν: Κίτρους, Καμπανίας, Πλαταμώνος, Σερβίων και Κοζάνης, Πολυανής και Βαρδαριωτών, Πέτρας, Αρδαμερίου, Ιερισσού και Αγίου Όρους. Στις 8 Δεκεμβρίου 1855 ορίστηκε επόπτης της πατριαρχικής σταυροπηγιακής μονής του οσίου Διονυσίου Ολύμπου, ώστε να εφαρμοστεί ο νέος κανονισμός της μονής που συντάχτηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Δεν λησμόνησε τη γενέτειρά του, αφού με δικά του έξοδα συνέδραμε στην οικοδόμηση του σχολείου της Άνω Σκοτίνας. Κληροδότησε στη μονή του αγίου Διονυσίου το ποσό των 300 οθωμανικών λιρών για τη μισθοδοσία των δασκάλων. Έντονο ήταν το διπλωματικό παρασκήνιο της αλληλογραφίας για την εκλογή του Καλλινίκου στον πατριαρχικό Θρόνο της Αλεξανδρείας. Ο Καλλίνικος αρχικά δεν αποδέχτηκε την εκλογή και ζήτησε να παραμείνει στον μητροπολιτικό Θρόνο της Θεσσαλονίκης. Αποκαλυπτική γι’ αυτή είναι η εμπιστευτική αλληλογραφία μεταξύ του πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη Ανδρέα Γ. Κουντουριώτη και του υπουργού Εξωτερικών της Ελλάδας Αλεξάνδρου Ρ. Ραγκαβή. Ύστερα από δύο μήνες εντόνων παρασκηνιακών διαβουλεύσεων ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Καλλίνικος αποδέχτηκε την εκλογή και αυθημερόν (14 Μαρτίου του 1858) το ίδιο απόγευμα και ώρα 17:00 έγινε η ενθρόνισή του ως πατριάρχη Αλεξανδρείας.
Στις 26 Ιανουαρίου 1858 ψηφίστηκε ο Θεσσαλονίκης Καλλίνικος από την Αγία και Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου στον Θρόνο της Αλεξανδρείας, και η εκλογή του ανακοινώθηκε στις 31 Ιανουαρίου του 1858. Αμέσως αναχώρησε για την Αλεξάνδρεια, ώστε να αναλάβει άμεσα τα καθήκοντά του. Στο πολυσχιδές έργο του ξεχωρίζουν οι καλές σχέσεις του με τον Κόπτη Πατριάρχη Κύριλλο Ε΄, καθώς και η ανάμιξή του στην επιστροφή ουνιτών κληρικών από το Πατριαρχείο της Αντιοχείας τον Δεκέμβριο του 1860. Εξαιτίας των προβλημάτων που εμφανίστηκαν στην υγεία του αποφάσισε να μετάσχει ο ίδιος στην Εθνοσυνέλευση που θα γινόταν στην Κωνσταντινούπολη, για να υπερασπιστεί τα θέματα που αφορούσαν το Πατριαρχείο του. Δημιουργήθηκε πρόβλημα με τη συμμετοχή του αυτή, διότι είχε ζητηθεί από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Κύρριλο Ζ΄ να συμμετάσχουν μόνον αντιπρόσωποι. Ο Καλλίνικος, λόγω της ασθένειας του Οικουμενικού Πατριάρχη, ανέλαβε πρόεδρος στην εν λόγω σύνοδο. Σημαντική ήταν και η συνεισφορά του στην επίλυση προβλημάτων που αντιμετώπιζαν οι Ορθόδοξες Εκκλησίες της Βλαχίας και της Μολδαβίας. Διαχειρίστηκε επίσης, ορθώς, τις οικονομικές ενισχύσεις από την Ρωσία για την ανέγερση ναών, σχολείων και νοσοκομείου. Ένα είναι βέβαιο ότι το ενδιαφέρον του ήταν αδίαπτωτο τόσο για τη μονή Ολυμπιώτισσας όσο και για την επαρχία Μυτιλήνης. Η επιβάρυνση όμως της υγείας του τον οδήγησαν στην παραίτηση του από τον πατριαρχικό θρόνο της Αλεξανδρείας στις 25 Μαΐου του 1861. Τρεις φορές ήταν υποψήφιος για τον Οικουμενικό Θρόνο.
Η απόφαση που πήρε ήταν για το υπόλοιπο του βίου του ήταν να εγκατασταθεί στη Μυτιλήνη. Με την έλευση στο νησί η δημογεροντία τον ανακήρυξε επίτιμο δημότη. Πραγματοποίησε ένα ταξίδι στην γενέτειρα, επισκέφτηκε τη μονή της Ολυμπιώτισσας τη Σκοτίνα, και πραγματοποίησε ένα ταξίδι στα Ιεροσόλυμα. Στη Μυτιλήνη, όταν έμεινε πλέον μόνιμα, δεν ήταν ανενεργός. Ασχολήθηκε όχι μόνο με αμιγώς εκκλησιαστικής φύσεως θέματα αλλά και με θέματα που αφορούσαν την παιδεία και την περίθαλψη. Συμμετείχε ενεργά στους σεισμούς του 1867 στη Μυτιλήνη και του 1881 στη Χίο, οργανώνοντας τη βοήθεια προς τους σεισμόπληκτους. Προσπάθησε να επιλύσει το μοναστηριακό ζήτημα με τη μονή Λειμώνος. Συνέταξε και υπέγραψε τη διαθήκη του στις 2 Απριλίου του 1889.
Στις 12 Ιουλίου του 1889 κοιμήθηκε και τάφηκε πίσω από το ιερό βήμα του μητροπολιτικού ναού της Μυτιλήνης.
Ο προϊστάμενος του Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου
Λεπτοκαρυάς Πιερίας
Οικονόμος
π. Αθανάσιος Τσαρούχας