ΕΚΑΤΟ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΌ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ. ΕΝΑ ΠΡΟΤΥΠΟ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ.
του Αρχιμανδρίτου Ιωακείμ Οικονομίκου

Ο Τέλλος Άγαπηνός, γεννήθηκε στους Γαργαλιάνους της επαρχίας Τριφυλίας της Πελοποννήσου το 1880, από καλή οικογένεια, η οποία είχε δώσει και πολεμιστές κατά την Επανάσταση του 1821. Ο πατέρας του ήταν Εφέτης, αλλά πολύ νωρίς τον χάνει και έτσι μένει ορφανός. Αυτό όμως δεν στάθηκε εμπόδιο ώστε ο Τέλλος να μεγαλώσει σε ένα περιβάλλον με αγάπη για την Πατρίδα και την πίστη στον Χριστό και τη Εκκλησία.
  Σε ηλικία 15 ετών εισέρχεται στην Σχολή Ευελπίδων, όπου τελειώνει με τον βαθμό του Ανθυπολοχαγού. Το μέλλον του
διαγράφεται λαμπρό. Ενώ μπορούσε να μείνει στην Αθήνα και εκεί να ακολουθήσει μια λαμπρή θα λέγαμε σήμερα σταδιοδρομία, βαρβαριστί καριέρα, αυτός ύστερα από πιέσεις δικές του παρακαλεί τον τότε Διάδοχο του Ελληνικού Θρόνου Κωνσταντίνο, να τον στείλει κάπου στα σύνορα. Πράγματι ο Διάδοχος τον έστειλε στον 1ο Λόχο του 2ου Συντάγματος Ευζώνων με έδρα τον Τύρναβο. Αυτό έγινε τον Φεβρουάριο του 1902.
  Από εκεί τα νέα για την σκλαβωμένη Μακεδονία μας, είναι αποκαρδιωτικά. Ο Μακεδονικός Αγών, βρίσκεται σε νέα φάση. Και
μάλιστα στην ένοπλη φάση. Οι Βούλγαροι έχουν φτάσει πιά στην χειρότερη μεταχείριση απέναντι τους Έλληνες Πατριαρχικούς. Ζλατάν Κασάπτσε,  Πετκώφ, και άλλοι Βούλγαροι και Ρουμάνοι Κομιτατζίδες, έχουν κάνει τα εγκλήματα εις βάρος των Ελλήνων Μακεδόνων και Πατριαρχικών.
   Όλα αυτά, και ύστερα από τον μαρτυρικό θάνατο του Παύλου Μελά, ο Άγρας δεν μπορεί να ησυχάσει. Ζητά να περάσει τα
σύνορα, αλλά αυτό στάθηκε αδύνατο λόγω του νεαρού της ηλικίας του. Τελικά παίρνει την άδεια για να μπορέσει να μπει στην Μακεδονία. Και έτσι στις 24 Σεπτεμβρίου του 1906 αναχωρεί από τον Βόλο για την Μακεδονία. Μία ημέρα πρίν γράφει στον θείο και προστάτη του Χρήστο Ταβουλαρίδη το παρακάτω γράμμα:
 «Αγαπητέ μου θείε, αναχωρώ αύριον δι’ ιστιοφόρου δια τον αγώνα δι’ όν προωρίσθην.

   Η σημερινή ημέρα είναι δι’ εμέ η σκληροτέρα και συγχρόνως η γλυκυτέρα τοιαύτη. Δεν υπάρχει γλυκύτερον, υψηλότερον και
τιμητικότερον του να συναισθάνεταί τις ότι προώρισε την ζωήν του προς υπεράσπισιν των αδίκως και βαρβάρων καταπατουμένων δικαίων της Πατρίδος μας. Εύχομαι ίνα  ο Θεός με βοηθήση και με συνδράμει εις τον αγώνα οίον απ’ αύριον αποδύομαι».
 Τι λόγια είναι αυτά κυρίες και κύριοι. Λόγια πού βγαίνουν από μια ψυχή ενός παλικαριού είκοσι έξι χρονών. Και όμως αυτό το
νεαρό παλικάρι δεν λογάριασε τίποτα, παρά μόνο την αγάπη προς την Πατρίδα.
 Αφού συγκρότησε μια αντάρτικη ομάδα, και με οδηγούς τον Χρήστο Κάρτα από την Έδεσσα, και τον Αθανάσιο Χότζα από το
Βλάδοβο, φτάνει στον Λουδία, στη Κουλακιά, και από εκεί μπαίνει μέσα στον Βάλτο των Γιαννιτσών, όπου ήταν τόπος και κρησφύγετο των Βουλγάρων Ανταρτών. Μάλιστα δε μετά την αποτυχημένη Επανάσταση του «Ίλιντεντ», για την οποία θα μιλήσουμε τον Ιούλιο όπου και έγινε, ο βάλτος των Γιαννιτσών ήταν πραγματικά τόπος των ληστοσυμμοριτών Βουλγάρων. Αυτό όμως δεν τον εμπόδισε. Μπαίνει και αυτός μέσα στον Βάλτο ο οποίος έπιανε μια έκταση από την Θεσσαλονίκη, τα Γιαννιτσά, μέχρι και την Έδεσσα. Από εκεί είχε το ορμητήριό του. Καταφέρνει μεγάλα και σημαντικά χτυπήματα στους Βουλγάρους.
   Ο βάλτος ήταν σωστός λαβύρινθος. Για να τον γυρίσεις ήθελες οπωσδήποτε οδηγό πού να ξέρει τα μέρη εκείνα. Στην αρχή ο
Άγρας μένει στην καλύβα Τερχοβίστα. Πνεύμα ανήσυχο, ζητά την βοήθεια ντόπιων κατοίκων για να μπορέσει να βρει την μεγάλη Καλύβα πού βρισκόταν μέσα στον Βάλτο, αλλά κανείς μέχρι τότε δεν μπορούσε να την βρει. Όποιος ήταν ο κάτοχος αυτής της καλύβας, ασφαλώς ήταν και ο κυρίαρχος του Βάλτου. Ύστερα από ψάξιμο, κατάφερε να βρει αυτήν την μεγάλη καλύβα το όνομα της οποίας ήταν «Κούγκα». Γι’ αυτήν την «Κούγκα», γράφει πολύ παραστατικά η μεγάλη λογοτέχνης Πηνελόπη Δέλτα στο εξαίρετο βιβλίο της «Στα Μυστικά του Βάλτου», το οποίο θα πρέπει κάθε Έλληνας, αλλά και κάθε Μακεδόνας να το διαβάσει. Αφού ο Άγρας κατέκτησε την «Κούγκα», αρχίζει να επιδίδεται σε ένα ανελέητο αγώνα για να μπορέσει να εξοντώσει τους Βουλγάρους. Κατάφερε να χτυπήσει ένα χωριό το οποίο έλεγαν «Ζερβοχώρι» και εθεωρήτω η «Σφικοφωλιά» των Βουλγάρων.  Αυτό βεβαίως έκανε τους Βουλγάρους να μαζευτούν κάπως από τις βάρβαρες ενέργειές τους, αλλά και να παραμείνουν για πολύ καιρό μέσα στον Βάλτο.   
  Σε κάποια συμπλοκή μέσα στον Βάλτο, ο Άγρας τραυματίζεται. Το τραύμα δεν ήταν και τόσο σοβαρό, αλλά η ζωή στον βάλτο
ήταν δύσκολη. Τον βασάνιζαν οι θέρμες και τα κουνούπια, τα οποία ήταν βασανιστικά. Αυτό τον έκανε να εγκαταλείψει την ελώδη περιοχή του Βάλτου και να μεταφερθεί μέσα σε υψηλό πυρετό, στην Θεσσαλονίκη, και μάλιστα στο Ελληνικό Προξενείο, εκεί πού σήμερα στεγάζεται το Μουσείο του Μακεδονικού Αγώνος, το οποίο όλοι μας θα πρέπει να το επισκεφτούμε, διά να δούμε να ζωντανεύει μπροστά μας όλη η ιστορία του ενδόξου αυτού αγώνος, το οποίο οι σημερινοί συγγραφείς του βιβλίου της ιστορίας, όχι απλώς το αγνοούν αλλά δεν το αναφέρον καθόλου, λες και αυτό είναι μια παρανυχίδα μέσα στην ιστορική πορεία του Γένους και της Φυλής μας.
  Στην Θεσσαλονίκη παραμένει μόνο μία εβδομάδα, και από εκεί αναχωρεί για την Βέροια, για να είναι κοντά στον χώρο του
αγώνος. Εγκαθίστατε στην Νάουσα, και εκεί έρχεται σε επαφή με τοπικούς αντάρτες, όπως τον Λόγγο και τον Αντώνη Μίγγα, ο οποίος έμελε να θανατωθεί και αυτός μαζί με τον αρχηγό του πού τόσο πολύ είχε αγαπήσει. Στην Νάουσα μάλιστα βγάζει και μια φωτογραφία, με το χέρι του δεμένο, μια και στην συμπλοκή πού προαναφέραμε, είχε χάσει το μεγάλο δάχτυλο του δεξιού του χεριού.
   Ο Άγρας, άνθρωπος ονειροπόλος και ρομαντικός πίστευε ότι οι Έλληνες με τους Βουλγάρους, θα έπρεπε κάποια στιγμή, να
τα βρουν μεταξύ τους, ώστε ενωμένοι να αποτινάξουν τους Τούρκους από την Μακεδονία. Γι’ αυτό και συλλαμβάνει ένα σχέδιο. Το σχέδιό του αυτό ήταν να έρθει σε επαφή με τους Βουλγάρους Κομιτατζήδες Ζλατάν και Καζάπτσε, για να συζητήσουν, πιστεύοντας ότι θα φέρει τους Βουλγάρους και πάλι στο Πατριαρχείο, αποσπώντας τους από την Βουλγαρική Εξαρχία. Άλλωστε σε αυτό συνετέλεσε και το γεγονός ότι αρκετοί Βοεβόδες είχαν δείξει κάποια μεταμέλεια για όλα όσα είχαν πράξει. Μεταξύ αυτών ήταν και ο γνωστός Καπετάν Κώττας, ο οποίος είχε προσχωρήσει στο Βουλγαρικό Κομιτάτο, αλλά τελικά το απαρνήθηκε, και έγινε ένας νέος «Βουλγαροκτόνος». Μάλιστα λίγο πρίν ξεψυχήσει φώναξε στην δική του γλώσσα, αυτό το σλαβικό ιδίωμα «Ζήτω η Ελλάδα». Δεν σημαίνει πιά γλώσσα μιλάς, αλλά τι λέει η καρδιά σου. Και του Καπετάν Κώττα η καρδιά χτυπούσε για την Ελλάδα και την Μακεδονία γιατί ένιωθε Έλληνας και Μακεδόνας.
  Έτσι στέλνει γράμμα, στον αιμοσταγή Βοεβόδα Ζλατάν να συναντηθούν. Η συνάντηση ορίστηκε την Κυριακή 3 Ιουνίου του
1907 στην τοποθεσία «Γκαβράμ Κάμιν» στο Βέρμιο. Η συμφωνία ήταν να παρουσιαστούν και οι δύο άοπλοι. Οι άρχοντες της Ναούσης ήταν αντίθετοι με αυτήν την ενέργεια, διότι γνώριζαν πολύ καλά ποιος ήταν ο Ζλατάν. Ο Άγρας πηγαίνει στην καθορισμένη θέση. Μαζί του ο πιστός φίλος του Αντώνης Μίγγας είκοσι οχτώ χρονών, καθώς και μερικοί ακόμα σύντροφοι. Μετά τις πρώτες φιλοφρονήσεις, πετάχτηκαν από τα γύρω υψώματα οι Βούλγαροι και συνέλαβαν τον Άγρα .Ο Άγρας ζητά από τον Ζλατάν και όλους τους άλλους να αφήσουν τα παληκάρια του ελεύθερα, διότι εκείνα δεν έφταιξαν σε τίποτα. Έτσι και έγινε. Ο Μίγγας όμως δεν δέχτηκε να αφήσει τον αρχηγό του μόνο του. Μάλιστα ο Ζλατάν είπε στον Μίγγα, να φύγει και εκείνος διότι δεν είχαν τίποτα μαζί του. Τότε ο Μίγγας απάντησε «πώς μπορεί εσύ να μην έχεις τίποτα μαζί μου, έχω όμως εγώ Βούλγαρε φονιά».   Αλλά ας αφήσουμε καλύτερα να μας τα διηγηθεί η Πηνελόπη Δέλτα μέσα από το Βιβλίο της «Στα μυστικά του Βάλτου», για την σύλληψη, αλλά και για τα μαρτύρια πού υπέστησαν οι δύο αυτοί Εθνομάρτυρες:
  «Το μέρος της συναντήσεως ήταν μές στο δάσος, δυτικά από την Νάουσα, στη θέση «Γαβράν – Καμίνι». Ήταν πρωί, νωρίς,
ολοπράσινο το δάσος, δροσερή η ιουνιάτικη μέρα, λουλουδιασμένο το χώμα, πυκνομφυλλωμένα τα δέντρα, χλωρά τα χαμόδεντρα και οι φτέρες.
  Πήγαινε ο Άγρας ανάμεσα στους οδηγούς του, σοβαρός, γυρνώντας στο νού του τη συνάντησή του με τον Βούλγαρο
οπλαρχηγό, ετοιμάζοντας θα λόγια που θα τον έλεγε, για να του μεταδώσει τη πίστη και τον ενθουσιασμό του. Κουτός δεν ήταν ο Άγρας, ούτε και μωρόπιστος. Ήξερε πολύ καλά σε ποια περιπέτεια είχε μπει, τι κινδύνους διέτρεχε. Και είχε ζυγίσει όλα τα υπέρ και όλα τα κατά. Μπορούσε βέβαια να αποτύχει, μα μπορούσε και να τους πάρει μαζί του. Αν ήταν ειλικρινείς ο Βούλγαρος Ζλατάν και ο Ρουμάνος Βασιλείου, οι δύο αρχηγοί με τους οποίους είχε συνεννοηθεί, η πολιτική του θα ήταν ευεργετική. Μα αν δεν ήταν ήταν;…
  Μια φορά θα πεθάνει κανείς. Και ο Ιησούς για μια πίστη μαρτύρησε.

 Ο Τώνης Μίγγας πού πήγαινε μπροστά, κοντοστάθηκε, ακροάστηκε, και γύρισε ανήσυχος.

 – Τι στέκεσαι λοιπόν; Ρώτησε ζωηρά ο Άγρας. Φτάσαμε;

 –    Όχι. Μά κάτι άκουσα μές στα κλαριά, πίσω μας. Τ’ ακούσατε μήπως κι εσείς παιδιά; Ρώτησε τους άλλους οδηγούς.

– Κάτι περπατάει, είπε ο ένας. Κανένα αγρίμι ίσως…
  Ο Άγρας γέλασε….

Έφτασαν στο σημείο της συναντήσεως. Μά αντί τον Ζλατάν, δεν βρήκαν παρά μόνο δύο Βουλγάρους οπλισμένους,
κομιτατζήδες, πού καθισμένοι κάτω τους περίμεναν…..
  Περπατούσαν κάπου μία ώρα. Έφτασαν στο ξέφωτο.

 _ Βοεβόδα Ζλατάν, γιατί κάνεις τόσες δυσκολίες για να έρθεις; Ρώτησε. Σου είπα πώς θα έρθω μόνος. Τι φοβάσαι; Τι θές
τόσους αρματωμένους γύρω σου;
 Ο Ζλατάν γέλασε.

_ Δεν είναι τίποτα αυτοί, είπε. Είναι βίγλες, έτσι, για τον τύπο…..

 Και  με αλλαλαγμούς και ξεφωνητά ξεφύτρωναν από παντού Βούλγαροι και Ρουμάνοι, έπιαναν τους οδηγούς, φώναζαν και
γελούσαν.
-Πιάσαμε το θηρίο!
-Πιάσαμε το αρχηγό των Γρεκομάνων!
-Θάνατο στον θανάσιμο έχθρο.!
-Σφάξτε τον !
-Σουβλίστε τον!
-Ξεκοιλιάστε τον!

Ο Ζλατάν  σταμάτησε τα βγαλμένα μαχαίρια.

_Στα χωριά φώναξε. Τα χωριά να τον δούν πρώτα!

_Ναι ! στα χωριά! Στα χωριά να τον σεργιανίσουμε.

Ένας ψηλός, μεγαλόσωμος, χοντροκομμένος, με ασπρουλιάρικο, μωρουδιάστικο, σα φουσκωμένο, μούτρο, σίμωσε και με το
δάχτυλό του έσπρωξε το πηγούνι του Άγρα.
_Με θυμάσαι παλιορωμιέ ρώτησε.

Και τον έφτυσε καταπρόσωπο.

Πέταξε πίσω το κεφάλι του ο Άγρας και ξέφυγε την φτυσιά.

_Παλιορουμούνε άναντρε! Πού μου  κανες τον φίλο, τάχα πώς μεσιτεύεις να μου φέρεις και τον Κασάπτσε!… γρύλισε μές από
τα δόντια  του ο αιχμάλωτος αντάρτης.
_Βγάλτε του τα παπούτσια, φώναξε κάποιος.

_Ναί! Να μας κάνει τη αρκούδα! Να χορέψει! Είπε άλλος.

_Δέστε τον είπε ο Ζλατάν».
« Γύρω στον Άγρα η οχλοβοή και τα γιουχαρίσματα  φουντώνουν.

_Να μας κάνει την αρκούδα! Φώναξε ο Βούλγαρος.

_Την αρκούδα, την αρκούδα!

Τα χέρια του Άγρα ήταν δεμένα. Με κλωτσιές τους απομάκρυνε βρίζοντας τους ολοένα.

_Ψεύτες! Δόλιοι! Μασκαράδες! Φονιάδες! Προδότες! Λύστε μου τα χέρια και μετρηθήτε μαζί μου αν τολμάτε τους έλεγε.

_Τα παπούτσια του βγάλτε, πρόσταξε ο Βασιλείου.
Μα αυτό δεν ήταν εύκολο. Χρειάστηκε να τον ρίξουν κάτω πισθάγκωνα δεμένο, και να καθίσει ένας στο στήθος του, την ώρα
πού του έβγαζαν τα παπούτσια οι άλλοι.
Και τότε άρχισε το μαρτύριό του.

Με κοντακιές και φτυσιές τον έσπρωχναν δεμένο, ξιπόλυτο, σχισμένο, τον πήγαν στο πρώτο χωριό.
_Κάνε την αρκούδα. Χόρεψε. Τον πρόσταζαν.
Κι εκείνος τους αποκρινόταν βρίζοντάς τους. Και οι κοντακιές έπεφταν βροχή.

Μα υπερήφανος, στεκόταν ο μικρόσωμος, λιγνεμένος από τους πυρετούς Έλληνας αρχηγός, το κεφάλι ψηλά το βλέμμα
ατρόμητο.
_Τι είναι ένας άνθρωπος πού θα σκοτώσετε , άτιμοι γουρουνομύτες; Τους έλεγε. Σάραντα θα σηκωθούν να πάρουν πίσω το
αίμα μου! Θα πληρώσετε βαριά την προδοσία σας….
 Γέλια και γιουχαρίσματα σκέπαζαν την φωνή του. Και τον αρπούσαν και τον έσερναν σε άλλο χωριό, όπου ξανάρχισε ο
μαρτυρικός του εξευτελισμός.
  Πίσω, σιωπηλός, θλιμμένος, δεμένος, και αυτός και ξιπόλητος, ακολουθούσε ο Τώνης Μίγγας, τα μάτια καρφωμένα στον
αρχηγό του, σαν πιστός σκύλος, αποφασισμένος, να μαρτυρήσει μαζί του».
  Τελικά την Πέμπτη στις 7 Ιουνίου του 1907, τα δύο αυτά παληκάρια, κρεμάστηκαν από τους Βουλγάρους και Ρουμάνους
Κομιτατζήδες, σε μια καρυδιά, ανάμεσα στα χωριά Βλάδοβο και Τέτοβο, σημερινές ονομασίες Καρυδιά και Άγρας, με την εντολή να μη τα κατεβάσει κανένας και να μη τα θάψει κανείς διότι αυτό θα σήμαινε θάνατο. Αλλά γυναίκες, τρείς Μαρίες σαν άλλες μυροφόρες με θάρρος και χωρίς να φοβηθούν τίποτα, πήγαν στον τόπο του μαρτυρίου, και κατέβασαν τα δύο ταλαιπωρημένα πτώματα ημέρα Σάββατο και μάλιστα Ψυχοσάββατο παραμονή της Πεντηκοστής, και τα έθαψαν εκεί πού σήμερα είναι ο τάφος τους, έξω από το χωριό  Άγρας. Η μία μάλιστα από αυτές τις Μαρίες τον έκλαψε στην δική της γλώσσα, λέγοντας τον «αγόρι μου δεν είχες μάνα να σε κλάψει και άνθρωπο να σε ετοιμάσει, και ήρθες εδώ σε ξένο τόπο για να σε κλάψουν ξένα πρόσωπα»!
   Βεβαίως όπως ήταν φυσικό ο θάνατος αυτών των δύο παληκαριών προκάλεσε την αγανάκτηση όλων των Ελλήνων
Μακεδόνων και Πατριαρχικών.
 Υπάρχει μια μαρτυρία μιας γερόντισσας σήμερα πού μικρό κοριτσάκι τότε βοήθησε την μητέρα της  στο νεκροστόλισμα του
Άγρα και του Μίγγα και έκλαψε και αυτή μαζί με τις άλλες γυναίκες του Βλαδόβου τους εθνομάρτυρες και λέει τα εξής: «Εγώ τουλάχιστον ποτέ δεν θα ξεχάσω το όμορφο εκείνο παλληκάρι (τον Άγρα), πού και πεθαμένο έφεγγε από ομορφιά». (Ημερολόγιο Μητροπόλεως Εδέσσης).
   Οι δύο εγκληματίες βεβαίως δεν χάρηκαν αυτήν τους την νίκη. Από τότε άρχισαν να κρύβονται σε μέρη δύσβατα, αλλά σε
αυτόν τον βάλτο ακόμα, διότι φοβόταν την οργή των Ελλήνων. Ο μεν Καζάπτσε σκοτώθηκε στα τέλη Ιουνίου του ιδίου έτους από Έλληνες Μακεδόνες, ενώ ο άλλος ο αιμοσταγής Ζλατάν βρήκε φρικτό θάνατο μέσα στον βάλτο των Γιαννιτσών, στα μέσα Ιουλίου του ιδίου έτους. Έτσι την νίκη πού πίστευαν ότι θα χαιρόντουσαν δεν την χάρηκαν, αλλά το πλήρωσαν και οι δύο με τον ίδιο και πιο φρικτό τρόπο.
  Τη επομένη του απαγχονισμού των εθνομαρτύρων, ο Πρόξενος στην Θεσσαλονίκη, Λάμπρος Κορομηλάς, γνωστοποιούσε το
τραγικό γεγονός στο Υπουργείο Εξωτερικών με μακροσκελές του τηλεγράφημα:
« Την 8ην Ιουνίου 1907 το πτώμα του Άγρα και του μετ’ αυτού συλληφθέντος Τώνη ευρέθησαν πρωΐαν Παρασκευής εν τω
δάσει των καρυδιών του Βλαδόβου παρά το Τέχοβον. Εφόνευσαν αυτούς δια μαχαιρών, είτα ανήρτησαν τα πτώματα. Οι κάτοικοι Βλαδόβου παρέλαβον αυτά και τελέσαντες την νεκρώσιμον ακολουθίαν έθαψαν εν τω κοιμητηρίω. Ούτως έπεσε θύμα της αδικαιολογήτου αυτού εμπιστοσύνης εις ανθρώπους φαύλους και αναξίους. Νέος εξαίρετος, διαπρέψας από της πρώτης στιγμής επί γενναιότητι και νοημοσύνη….». ( Από το σχετικό φυλλάδιο της Μητροπόλεως Εδέσης).
        Αυτός κυρίες και κύριοι ήταν ο Αρχηγός του ενόπλου Μακεδονικού αγώνος, Τέλλος Αγαπηνός ή Άγρας. Ένα παλικάρι
γελαστό πού άφησε τα νιάτα του και την επαγγελματική του σταδιοδρομία και πορεία,  όπως γράφει ο Πατριάρχης μας στο μήνυμά του σχετικά με την επέτειο αυτή: «…αντί της προκειμένης αυτοίς χαράς ενός λαμπρού  επαγγελματικού και οικογενειακού μέλλοντος και του «σώφρονος», εφησυχασμού, προετίμησαν συγκακουχείσθαι τω λαώ της Μακεδονίας, μείζονα πλούτον ηγησάμενοι το υπέρτατον αγαθόν της ελευθερίας…», και ήρθε στην αγαπημένη μας Μακεδονία για να πολεμήσει για τα δίκαια του Βόρειου Ελληνισμού, αλλά και αυτού του ιδίου του Σεπτού Οικουμενικού μας Πατριαρχείο.
Γράφει στον αδελφό του τον Νίκο, λίγο πρίν φύγει για την Μακεδονία, ο οποίος έκλαιγε από λύπη τα εξής συγκινητικά: «Ε,
ντροπή Νίκο. Έσο άντρας και μη κλαίς. Γιατί έγινα αξιωματικός; Δια να χτυπώ το σπαθί μου εις την πλατείαν του Συντάγματος, ενώ η γλυκειά μας πατρίδα με χρειάζεται να την υπερασπίσω στα δοξασμένα Μακεδονικά εδάφη;».
  Στις 18 -10-1961, έγινε η ανακομιδή των οστών των δύο αυτών παληκαριών του Μακεδονικού Αγώνος. Μεταφέρθηκαν και
ετοποθετήθησαν στο Ναΐδριο πού βρίσκεται σήμερα εκεί δίπλα στην καρυδιά, στον τόπο του μαρτυρίου τους, ενώ οι τάφοι τους βρίσκονται εκεί στο χωριό Άγρας, ως κενοτάφια.  
  Αυτό το παλικάρι, ας γίνει παράδειγμα για όλους μας, για τα νέα παιδιά πού τώρα μαθαίνουν την ιστορία, αλλά και για τα
μεγαλύτερα, να μάθουν ότι τα νιάτα μπορούν να κάνουν θαύματα αρκεί να έχουν οράματα ιδανικά και αξίες, όπως είχε ο Τέλλος Άγρας. Τα οράματα και τα ιδανικά του Τέλλου Άγρα, και όλων των Μακεδονομάχων, ας γίνουν παράδειγμα προς μίμηση  για όλους μας, και μάλιστα σε αυτήν την εποχή πού όλα αμφισβητούνται, από διαφόρους, όπως συμβαίνει και με το βιβλίο της ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού, πού αντί να προβάλλει τέτοια πρότυπα, ασχολείται με άλλα και βάζει στα παιδιά να μαθαίνουν ότι Μακεδονικός Αγώνας δεν υπήρχε, αλλά και ότι οι Έλληνες στην Σμύρνη «συνωστίζονταν» στο Λιμάνι της πόλης, ενώ το Μακεδονικό πρόβλημα σήμερα βρίσκεται και πάλι στην επικαιρότητα.
 Θα τελειώσω αυτό το μικρό, και απλό αφιέρωμα στον Ήρωα Μακεδονομάχο Τέλλο Άγρα, με ένα ποίημα, όπως αυτό
δημοσιεύεται στο Ημερολόγιο της τσέπης της Ιεράς Μητροπόλεως Εδέσσης και Πέλλης, και ευχαριστώ τον Πρωτοσύγκελλο της Ιεράς Μητροπόλεως Αρχιμ. Στέφανον, για την άδεια να χρησιμοποιήσω κάποια στοιχεία, από τα φυλλάδια τα οποία εξέδωσαν με την ευκαιρία των εκατό χρόνων από τον θάνατο του Τέλλου Άγρα.
  Το ποίημα έχει τίτλο: « Ο Μακεδονομάχος Καπετάν Τέλλος Άγρας».

«Λεβέντη μου Άγρα, ησύχασε
 Και η Μακεδονία
 Πέρα για πέρα σήμερα
 Χαίρετ’ ελευθερία.

 Ξύπνα μονάχα μια στιγμή
 Ν’ ακούσεις τα τραγούδια
 Πού τα Μακεδονόπουλα
 Ψάλλουν με τα λουλούδια.

Ψάλλουν για σέναν αρχηγέ,
Και σένα στεφανώνουν.
Έτσι τιμούν τους ήρωες
 Πού την Ελλάδα υψώνουν».

Ας είναι αιωνία η μνήμη του, όπως και του Αντώνη ή Τώνη Μίγγα, του Παύλου Μελά, και όλων των Μακεδονομάχων Κληρικών
και Λαϊκών, πού αγωνίστηκαν για είναι σήμερα η αγαπημένη μας Μακεδονία Ελεύθερη και Ελληνική.
Αρχιμ. Ιωακείμ Οικονομίκος,

Αφιερωμένο στον ήρωα και γενναίο αγωνιστή του Μακεδονικού Αγώνος Τέλλου Άγρα, επί τη συμπληρώσει εκατό χρόνια από
τον θάνατό του, είς ένδειξιν ευγνωμοσύνης.
Παρασκευή 8 Ιουνίου 2007.