Οικονόμου Χρήστου Σεϊταρίδη

Μία από τις κυριότερες αιτίες, που οδήγησαν στο οριστικό σχίσμα Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας ήταν αυτό της εκπόρευσης του Αγίου Πνεύματος. Η διδασκαλία της ενιαίας Εκκλησίας σχετικά με την εκπόρευση του Αγ. Πνεύματος, ήταν ότι αυτή γίνεται εκ μόνου του Πατρός. Ο ρόλος του Υιού περιορίζεται απλά και μόνο στην έκφανση, στην αποστολή του Αγ. Πνεύματος στον κόσμο.
Το δόγμα της εκπόρευσης άρχισε σταδιακά να τροποποιείται και ουσιαστικά να διασαλεύεται από τη Δύση. Η θέση της Δύσης ήταν ότι ο Πατήρ και ο Υιός αποτελούν μία Αρχή, ένα Κύριο και ένα Θεό και ως εκ τούτου και στην εκπόρευση του Αγ. Πνεύματος και εκ του Υιού, “filioque” δεν εισάγονται δύο Αρχές και δύο Θεοί. Έτσι πατήρ και Υιός συμμετέχουν από κοινού στην εκπόρευση του Αγ. Πνεύματος.
Το filioque εμφανίζεται για πρώτη φορά τον στ΄ αι. στην Ισπανία και προσετέθη για πρώτη φορά στην πρώτη σύνοδο του Τολέδο το 547. στη δεύτερη σύνοδο του Τολέδο το 589, έγινε αντικανονικά η προσθήκη του filioque στο σύμβολο της Νίκαιας- Κωνσταντινουπόλεως. Ο ηγεμόνας του Φραγκικού κράτους, Κάρολος ο Μέγας, επέβαλε επισήμως με τη σύνοδο του Ακυισγράνου το 809, το filioque στο κράτος του. Παρά τις αντιδράσεις των τότε Παπών Ανδριανού Α΄ και Λέοντος Γ΄ το filioque διαδλοθηκε και επικράτησε στη γερμανία και στην Ιταλία και σταδιακά σε όλη τη Δύση.
Μπροστά σε αυτή τη σοβαρή δογματική παρέκκλιση υπήρξε σθεναρή η αντίδραση του Μ. Φωτίου, επι πατριαρχείας του οποίου έγινε το πρώτο σχίσμα1.
Ο Μέγας Φώτιος γνώριζε ότι η προσθήκη του filioque στο σύμβολο της πίστεως αποτέλεσε το προκάλυμμα των πολιτικών και διοικητικών επιδιώξεων της Δύσης και ομιλούσε βεβαίως για το πρωτείο του Πάπα. Εκθέτοντας τις θέσεις του ο Μ. Φώτιος υποστήριζε ότι το filioque ανατρέπει το δόγμα περί της Αγ. Τριάδας και τις μεταξύ των τριών προσώπων σχέσεις, σύμφωνος προς τις θέσεις των Πατέρων και κυρίως των Καππαδοκών, διέκρινε τα υποστατικά  ιδιώματα των τριών προσώπων.
Ειδικότερα, ως μόνη αρχή και αίτιο προβάλλει πάντοτε τον Πατέρα. Η αιτία της εκπόρευσης ανήκει μόνο στον Πατέρα και γι’ αυτό χαρακτηρίζεται ως ακοινώνητο υποστατικό ιδίωμα. “Αμέσως δ’ ομοίω και το Πνεύμα εκπορεύεται”2  , που σημαίνει χωρίς τη μεσολάβησης του Υιού εκπορεύεται το Άγιο Πνεύμα. Διαφορετικά, εισάγεται και δεύτερο αίτιο ενώ ο Πατήρ καθίσταται ατελές αίτιο, πράγμα ξένο προς την ορθόδοξη διδασκαλία. Παράλληλα διασαφήνισε και τις σχέσεις Υιού και Αγίου Πνεύματος. Τα τρία πρόσωπα ως προς την ύπαρξη είναι μία αρχή ποιητική, ενώ ότι δεν είναι κοινό και αφορά τις ενέργειες “ενός εστί μόνον των Τριών”3. Η εκπόρευση επομένως ως υποστατικό ιδίωμα, ανήκει μόνο στον Πατέρα, ενώ η αποστολή είναι κοινή ενέργεια των τριών προσώπων σχέσεις από τις ιδιότητες των υποστάσεων στις ιδιότητες της Θείας φύσεως και άρα το Άγιο Πνεύμα θα έπρεπε να συμμετέχει και στη δική του εκπόρευση.
Οι αγωνιώδεις προσπάθειες του Μ. Φωτίου για τη διατήρηση της ενότητας και της συνδιαλλαγής απέβησαν άκαρπες εξ’ αιτίας της αδιαλλαξίας και εμμονής της Δύσης. Ο Μέγας Φώτιος προετοίμασε το έδαφος για τις προσπάθειες επίλυσης των διαφορών και άρσης του οριστικού σχίσματος του 1054, στην εξεταζόμενη περίοδο του 13ου αιώνα.
Μία πρώτη προσπάθεια επίλυσης των διαφορών έγινε με τη σύνοδο που άρχισε στη Νίκαια τον Ιανουάριο του 1234 και συνεχίστηκε στο Νυμφαίο το Μάιο του 1234. οι εκπρόσωποι των Ορθοδόξων ο Πατριάρχης Κων/πόλεως Γερμανός Β΄ και κυρίως ο μοναχός Νικηφόρος Βλεμμυδης, ο οποίος ας σημειωθεί αναδεικνυόταν σε μία μεγάλη εκκλησιαστική προσωπικότητα της Νίκαιας, υπεραμύνθηκαν της θέσεως της Ανατολής. Μεταξύ των αποφάσεων ήταν η καταδίκη της διδασκαλίας περί καθαρτηρίου πυρός, πρωτείου του Πάπα και χρήσης των αζύμων στη Θεία Ευχαριστία.
Ωστόσο ο Νικηφόρος Βλεμμύδης αντιμετώπισε τα επιχειρήματα των δυτικών κυρίως γύρω από την εκπόρευση του Αγ. Πνεύματος. Στο πρώτο επιχείρημα ότι το Άγιο Πνεύμα καλέιται Πνεύμα Αληθείας και Πνεύμα Υιού, αυτό συμβαίνει διότι είναι ομοούσιο με τον Υιό και χορηγείται στους άξιους από τον Υιό. Αναπτύσσοντας περισσότερο τις θέσεις του Ο Νικηφόρος αναφέρει ότι ο Υιός χορηγεί εν χρόνω το Άγιο Πνεύμα αλλά  “ δότηρ αυτού γεγέννηται παρά του Πατρός ” που σημαίνει ότι είναι χορηγός και δοτήρ αιωνίως. Στο δεύτερο επιχείρημα των δυτικών ότι ο Πατήρ θα μπορούσε να κληθεί Πνεύμα Υιού λόγω του ομοουσίου, ο Νικηφόρος διακρίνει τα ιδιώματα των Υποστάσεων από τα ιδιώματα της κοινής Φύσεως. Επομένως ο Πατήρ είναι αγέννητος, ο Υιός γεννητός και το Πνεύμα εκπορευτό4.  Βάσει των υποστατικών ιδιωμάτων γίνονται πλέον σαφείς οι σχέσεις μεταξύ των τριών προσώπων. Το Πνεύμα καλείται Πνεύμα Πατρός και Υιού λόγω του ομοουσίου δεν καλείται όμως ο Πατήρ Πατήρ του Πνεύματος, διότι τότε το Πνεύμα θα μπορούσε να κληθεί και Υιός. Έτσι, γίνεται διαχωρισμός της γέννησης από την εκπόρευση η οποία αποτελεί ξεχωριστή ύπαρξη.
Το τρίτο επιχείρημα των δυτικών ήταν πως ο Πατήρ ενεργεί δι’ Υιού και ο Υιός δι’ Αγ. Πνεύματος, επομένως ο Υιός είναι του Πατρός και το Αγ. Πνεύμα του Υιού. Στον συλλογισμό αυτόν οι Ορθόδοξοι είπαν ότι αφ’ ενός τα Ευαγγέλια δεν αναφέρουν ότι ο Υιός ενεργεί δι’ Αγίου Πνεύματος αλλά “εν Πνεύματι Κυρίω”5 και αφετέρου ο Υιός ενεργεία δια Πνεύματος χωρίς αυτό να εισάγει αρχή, η οποία να ανήκει μόνο στον Πατέρα.
Συμπερασματικά στη Σύνοδο Νίκαιας-Νυμφαίου αποφασίστηκε ότι η μόνη Αρχή και αιτία είναι ο Πατήρ. Ο Υιός ενεργεί δι’ Αγίου Πνεύματος και πέμπει το Άγιο Πνεύμα χωρίς αυτό να εισάγει ως δεύτερο αίτιο τον Υιό6. Η διάκριση των υποστατικών ιδιωμάτων Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος από τα ιδιώματα της κοινής των τριών προσώπων φύσεως αποτελεί τον κορμό γύρω από τον οποίο περιστράφηκαν οι Ορθόδοξοι, με κύριο εκπρόσωπό τους τον Νικηφόρο Βλεμμυδη.
Μία δεύτερη προσπάθεια επίλυσης του filioque, έγινε στη δεύτερη σύνοδο της Λυώνης το 1274. Είναι χαρακτηριστικό ότι, από την πλευρά των δυτικών η σύνοδος αυτή θεωρείται η ΙΔ΄ Οικουμενική Σύνοδος. Συνεκλήθη με πρωτοβουλία του Πάπα Γρηγορίου του Ι΄. Ως εκπρόσωποι των ανατολικών απεστάλησαν ο πρώην Πατριάρχης Γερμανός Ο Γ΄, ο Νικαίας Θεοφάνης, Ο Μέγας Λογοθέτης Γεώργιος Ακροπολίτης, ο προκαθήμενος του βεστιαρίου Πανάρετος και ο μέγας διερμηνεύς Βεροιώτης.
Τα αποτελέσματα της συνόδου επιβεβαιώνουν για μία ακόμη φορά την εμμονή των δυτικών στο  filioque. Σύμφωνα με τη διδασκαλία της συνόδου η εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος και εκ του Υιού δεν εισάγει δύο αίτια, αλλά ο Πατήρ είναι το πρώτο και το αρχικό αίτιο. Οι αποφάσεις της συνόδου σχετικά με το filioque είναι όσα μέχρι τότε είχε αναπτύξει ο Αυγουστίνος, τα οποία αποτέλεσαν και την επίσημη διδασκαλία της Δυτικής Εκκλησίας. Αυτήν άλλωστε αποδέχθηκαν και οι Λατινόφρονες του ΙΓ΄ αι. με πρώτο τον Πατριάρχη Κων/πόλεως Ιωάννη Βέκκο.
Τα μετά τη Β΄ σύνοδο της Λυώνος γεγονότα κρίνονται ιδιαίτερα θερμά και κρίσιμα. Ο πατριάρχης Ιωσήφ αντέδρασε έντονα στις ενωτικές προσπάθειες και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την έκπτωσή του από τον Πατριαρχικό θρόνο και την άνοδο του λατινόφρονα Ιωάννη Βέκκου.
Με διάφορες κινήσεις του ο Βέκκος δαβεβαίωνε τον Πάπα Γρηγόριο Ι΄ ότι οι αποφάσεις της Λυώνος έγιναν αποδεκτές από την Ανατολή. Είχε μάλιστα την κάλυψη και υποστήριξη του αυτοκράτορα Μιχαήλ του Η΄. η στάση του αυτή είχε ως αποτέλεσμα τις πιο έντονες αντιδράσεις των ορθοδόξων και τον κίνδυνο σχίσματος. Μπροστά σε αυτήν την κατάσταση ο Βέκκος προέβη σε παραίτηση χωρίς ωστόσο να γίνει αποδεκτή από τον αυτοκράτορα.
Η άνοδος ωστόσο του ανθενωτικού αυτοκράτορα Ανδρονίκου Β΄ άλλαξε άρδην το σκηνικό και τις μέχρι τότε ενωτικές κινήσεις. Ο Ανδρόνικος απομάκρυνε τον Βέκκο και επανέφερε τον Πατριάρχη Ιωσήφ στο θρόνο. Συγκάλεσε μάλιστα και δύο συνόδους στις Βλαχερνές προς επιβεβαίωση αυτών των ενεργειών του.
Η Α΄ Σύνοδος των Βλαχερνών συνεκλήθη το 1283. Οι αποφάσεις ήταν κυρίως εκκλησιαστικές και αφορούσαν την αντιμετώπιση λατινοφρόνων και κυρίως του Ιωάννη Βέκκου. Της συνόδου προήδρευσε ο Αθανάσιος Αλεξανδρείας λόγω ασθενείας του Πατριάρχου Ιωσήφ. Ο Βέκκος κλήθηκε σε απολογία για αλλοίωση των δογμάτων και αποδοχή της ενώσεως. Στις κατηγορίες αυτές ο Βέκκος κατέθεσε, σύμφωνα με τον Γρηγόριο Κύπριο7, λίβελλο. Η σύνοδος πλέον αποφάσισε την καθαίρεση του όπως και άλλων λατινοφρόνων κληρικών. Προχώρησε μάλιστα και σε αφορισμό λαϊκών σκληρύνοντας τρόπον τινά τη στάση των Ορθοδόξων.
Η εμμονή του Ιωάννη Βέκκου στις λατινόφρονες απόψεις στις λατινόφρονες απόψεις περί εκπορεύσεως του Αγ. Πνέυματοςκαι εκ του Υιού προκάλεσε τη σύγκληση της Β΄ συνόδου των Βλαχερνών το 1285. Με την παρουσία του αυτοκράτορα Ανδρονίκου του Β΄, του Πατριάρχου Γρηγορίου του Κυπρίου και του Πατριάρχου Αλεξανδρείας Αθανασίου ξεκίνησε η σύνοδος, στις πρώτες συνεδρίες της οποίας ανέπτυξαν τις θέσεις τους οι λατινόφρονες Ιωάννης Βέκκος, Κωνσταντίνος Μελιτηνιώτης και Γεώργιος Μετοχίτης. Οι σύνεδροι βλέποντας ότι οι λατινόφρονες εμμένουν στις θέσεις των προχώρησε σε αφορισμό και αποκλεισμό τους στη μονή του Κοσμιδίου. Με εντολή της συνόδου ο Γρηγόριος Κύπριος συνέθεσε “Τόμον Πίστεως” ο οποίος αποτέλεσε την επίσημη διδασκαλία της συνόδου.
Σύμφωνα με τον  “Τόμον Πίστεως” του Γρηγορίου η εκπόρευση του Αγ. Πνεύματος δι’ Υιού δεν ταυτίζεται με την δι’ Υιού έκφανση και αποστολή του στον κόσμο. Η σύγχυση αυτή των λατινοφρόνων καθιστούσε τον Υιό ως αίτιο της εκπόρευσης, παράλληλα με τον Πατέρα. Αντίθετα ο Γρηγόριος τόνιζε στη σύνοδο ότι ο Πατήρ είναι η μοναδική Αιτία και Αρχή και εκ του Πατρός μόνο, εκπορεύεται το Άγιο Πνέυμα. Ο ρόλος του Υιού είναι η εν χρόνω έκφανση και πέμψη Του. Ο Γρηγόριος τόνιζε ότι οι λατινόφρονες δεν δίδασκαν “κατά τας πνευματικάς παραδόσεις και τας κοινάς περί του Θεού και των θείων υπολήψεις”8. Στο τέλος του τόμου αναθεματίζει τη διδασκαλία του Βέκκου.
Η ουσιαστική επομένως διαφορά των Ορθοδόξων υπο τον Γρηγόριο Κύπριο και των λατινοφρόνων υπο τον Ιωάννη Βέκκο έγκειται στους όρους εκπόρευση και έκφανση. Κατά τους λατινόφρονες η δι΄ Υιού έκφανση και αποστολή του Αγίου Πνεύματος ταυτίζεται με την ύπαρξη, με την εκπόρευσή Του και εκ του Υιού. Αντίθετα ο Γρηγόριος Κύπριος τονίζει στον “Τόμο Πίστεως” ότι ο τρόπος ύπαρξης του Αγίου Πνεύματος διαφέρει από τον τρόπο της φανέρωσής Του. “Προβολεύς του Πνέυματος δι’ Αυτού εστί ο Πατήρ”9 τονίζει Ο Γρηγόριος κάνοντας σαφή διάκριση εκπόρευσης και αποστολής του Αγίου Πνεύματος.
Άξια ιδιαίτερης μνείας αποτελεί η παρουσία του πρεσβυτέρου Νικηφόρου Βλεμμύδη. Μελετητής βαθύς των Πατέρων της Εκκλησίας και κυρίως του Γρηγορίου του Θεολόγου, Ιωάννη Δαμασκηνού και Μεγάλου Φωτίου αλλά και γνώστης της κλασσικής Γραμματείας, επέδρασε σημαντικά τόσο στο χώρο των Ορθοδόξων όσο και των λατινοφρόνων. Συμμετείχε στη σύνοδο Νίκαιας-Νυμφαίου του 1234 και επέδειξε καταρχήν ορθόδοξη στάση. Αποδίδει την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος εκ μόνου του Πατρός, θεωρώντας τον Πατέρα ως τον πρώτο και αρχικό αίτιο θέση βέβαια που χωρά αμφισβήτηση. Η ορθόδοξη διδασκαλία υποστηρίζει ότι ο Πατήρ είναι ο μόνος αίτιος και όχο ο πρώτος, διότι έτσι υπάρχει το περιθώριο εισαγωγής και δεύτερου αιτίου. Ταυτίζει, όπως και ο Ιωάννης Βέκκος, τον τρόπο ύπαρξης-εκπόρευσης, με την εν χρόνω παρουσία του Αγίου Πνεύματος δι’ Υιού. Η αποστολή κατά τον Ιωάννη Βέκκο αποτελεί και ύπαρξη δι’ Υιού, “ότι δε το εκλάμπειν εν θεολογία παραστατικόν εστί της απαθούς και αχρόνου υπάρξεως”10.
Από τα παραπάνω γεννάται εύλογα το ερώτημα πώς ο Νικηφόρος βλεμμύδης εκπροσώπησε την Ορθόδοξη πλευρά στη σύνοδο Νίκαιας- Νυμφαίου, ακολουθώντας μάλιστα τον Μ. Φώτιο, ενώ αργότερα επέδειξε διάθεση συνδιαλλαγής και ενώσεως. Η ταύτιση ύπαρξης και αποστολής έκφανσις, με χρήση των προθέσεων και εκ διά αποτέλεσε αιχμή Ορθοδόξων και λατινοφρόνων, στην οποία ο Νικηφόρος Βλεμμύδης τήρησε ενδιάμεση στάση.
Σε αντίθεση με τον Νικηφόρο Βλεμμύδη υπήρξε καθολική και έντονη η παρουσία του Πατριάρχου Κων/πόλεως Γρηγορίου Β΄ του Κυπρίου. Γεννήθηκε στην Κύπρο το 1241, σπούδασε τα θυραθέν γράμματα στην Κων/πολη επί πατριαρχείας του φιλενωτικού αυτοκράτορα, Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου. Πολύ σύντομα έλαβε υψηλά αξιώματα εντός του παλατιού. Ζώντας μάλιστα δίπλα στον Πατριάρχη Μιχαήλ Η΄ θεωρήθηκε ότι υποστηρίζει τις ενωτικές του προσπάθειες. Μετά τον θάνατο του Πατριάρχου Ιωσήφ, ο νέος αυτοκράτορας Ανδρόνικος ο Β΄ τον ανέδειξε Πατριάρχη Κων/πόλεως. Από τη θέση αυτή εργάστηκε με ζήλο εναντίων των λατινόφρονων και των φιλενωτικών. Λόγω όμως της τότε έκρυθμης κατάστασης παραιτήθηκε από τον Πατριαρχικό θρόνο και εμόνασε στη μονή της Αριστηνής 11.
Το πλούσιο συγγραφικό του έργο και η εν γένει παρουσία του τον χαρακτηρίζουν ως ηγετική προσωπικότητα αυτής της περιόδου. Είναι ο συντάκτης του Τόμου της πίστεως της Β΄ συνόδου των Βλαχερνών. Όλη η διδασκαλία της συνόδου βρίσκεται διατυπωμένη στον Τόμο του Γρηγορίου. Στον τόμο του ο Γρηγόριος κάνει σαφή διάκριση μεταξύ εκπόρευσης και εν χρόνω φανέρωσης του Αγ. Πνεύματος. Αποδίδει εύστοχα τα υποστατικά ιδιώματα σε κάθε ένα πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, ούτως ώστε μόνη Αρχή και Αιτία να είναι Ο Πατήρ από τον οποίο εκπορεύεται υποστατικά το Άγιο Πνεύμα και γεννάται ο Υιός. Ο ρόλος του Υιού αναφέρεται στην εν χρόνω αποστολή του Πνεύματος, χωρίς πράγματι να θεωρείται ως συναίτιος στην εκπόρευση.
Τη διδασκαλία του ακολούθησαν και χρησιμοποίησαν και άλλοι συγγραφείς του ΙΓ΄  αι. μεταξύ αυτών ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις.
Επιφανής θεολόγος και φιλόσοφος του Βυζαντίου και αργότερα αυτοκράτορας ο Λάσκαρις υπεραμύνθηκε της ανθενωτικής στάσης του Γρηγορίου Β΄ Κυπρίου. Δέχεται και αυτός την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος από μόνο τον Πατέρα, διατηρώντας ένα Αίτιο και μία Αρχή στη δημιουργία. Η αποστολή είναι έργο του Υιού και δεν συγχέεται με την προαιώνια υποστατική εκπόρευση του Αγίου πνεύματος από τον Πατέρα13.
Την περίοδο αυτή υπήρξαν και άλλοι αξιόλογοι συγγραφείς όπως ο Θεόδωρος Μουζάλων, ο Μάξιμος Πλανούδης, ο Ιώβ ο Ιασίτης, ο Ιερομόναχος Ιερόθεος. Ο Γεώργιος Μοσχάμπαρ. Ο Μανουήλ ο μέγας ρήτωρ και ο Γεώργιος Παχυμέρης.
Μεταξύ αυτών που αντέδρασαν σθεναρά στις ενωτικές προσπάθειες συγκαταλέγονται οι Αγιορέιτες μοναχοί του ΙΓ΄ αι. οι Αγιορείτες είχαν αποστείλει επιστολή στον αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ τον Παλαιολόγο το 1275, αμέσως μετά τη Β΄ σύνοδο της Λυώνας. Στην επιστολή τους αυτή καταδίκαζαν τις προσπάθειες ενώσεως με τους λατινόφρονες και ανέπτυσσαν τις Ορθόδοξες θέσεις. Κάνουν και αυτοί λόγο για υποστατική εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος, διάφορη της χρονικής παρουσίας του στον κόσμο, από τον Υιό14.
Τις θεολογικές θέσεις του Γρηγορίου ακολούθησαν και μεταγενέστεροι εκκλησιαστικού συγγραφείς και Πατέρες. Ο πρώτος μετά την άλωση Πατριάρχης Κων/πόλεως Γεννάδιος Β΄ Σχολάριος15 ακολουθεί την ίδια αντιρρητική και ανθενωτική στάση στο αντιμαχόμενο θέμα του filioque. Στο έργο του “περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος” προβάλλει τον Πατέρα ως το μόνο αίτιο της εκπόρευσης του Αγίου Πνεύματος. Ο Υιός πέμπει μόνο το Άγιο Πνεύμα χρονικά. Άλλες ηγετικές φυσιογνωμίες ο Γρηγόριος Παλαμάς, ο Μάξιμος ο Γραικός και ο Φιλόθεος Κοζακίνης μνημονεύουν στα έργα τους τον Γρηγόριο Β΄ Κύπριο.
Η διδασκαλία των συγγραφέων αυτής της περιόδου με κορυφαίο τον Γρηγόριο Β΄ Κύπριο, έγκειται στην προσπάθεια διαχωρισμού των ρόλων κάθε προσώπου της Αγίας Τριάδος. Αποδίδουν ορθά στα τρία πρόσωπα ακοινώνητα υποστατικά ιδιώματα, ώστε ο Πατήρ ως μόνο Αίτιο και Αρχή, να γεννά τον Υιό και να εκπορεύει το Άγιο Πνεύμα και ο Υιός να γεννάται από τον Πατέρα υποστατικά και ο ίδιος να  “προφαίνει” το Άγιο Πνεύμα στον Κόσμο. Οι προθέσεις εκ και διά απασχόλησαν ιδιαίτερα τους συγγραφείς, οι οποίοι προσέδωσαν την ακριβή έννοια της κάθε πρόθεσης. Έτσι η πρόθεση “εκ” υποδηλώνει την αιώνια εκπόρευση του Πνεύματος από τον Πατέρα και η πρόθεση “διά” την εν χρόνω αποστολή του Πνεύματος από τον Υιό.16
To filioque ως θεολογική διαφορά εξακολουθεί και σήμερα να απασχολεί τις δύο εκκλησίες, Ανατολική και Δυτική. Ο θεολογικός διάλογος που διεξάγεται εξετάζει το θέμα αυτό, βρίσκει ωστόσο σοβαρά εμπόδια στην άκαμπτη στάση των Δυτικών. Η εμφάνιση μεταξύ των άλλων και της Ουνίας, ως Δούρειου Ίππου, διεύρυνε το χάσμα μεταξύ των δύο εκκλησιών. Οι Ορθόδοξοι εμμένοντας πάντοτε στις παραδόσεις των Πατέρων και στην ακραιφνή στάση τους, δε θα διανοούνταν να υποχωρήσουν στο ελάχιστο. Το παράδειγμα του Γρηγορίου Β΄ Κυπρίου συνηγορεί προς αυτή τη θέση και μαρτυρά ότι η Μία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία είναι η ορθόδοξη Ανατολική.
Οι θεολογικές ζυμώσεις του ΙΓ΄ αιώνα αποτέλεσαν τη συνέχεια μίας σειράς συζητήσεων και αντιθέσεων, από τη στιγμή που το filioque εμφανίστηκε και οδήγησε τελικά στο οριστικό σχίσμα του 1054 επί Πατριάρχου Κων/πόλεως Μιχαήλ Κηρολαρίου. Οι συγγραφείς του ΙΓ΄ αι. διατύπωσαν με κάθε σαφήνεια τον ρόλο των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδας, σε ό,τι αφορά την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος. Ο Πατήρ προβάλλεται ως η αιτία της εκπόρευσης και ο Υιός ο φορέας και ο αποστολέας του Αγίου Πνεύματος σε κάποια χρονική στιγμή. Με κορυφαό τον Πατριάρχη Κων/πόλεως Γρηγόριο Κύπριο και τη σθεναρή αντίδραση των αγιορειτών οι Ορθόδοξοι αντέτειναν αφ’ ενός στις κακοδοξίες των δυτικών και αφετέρου στη διφορούμενη ή και δυτικόφρονα στάση του Νικηφόρου Βλεμμύδη και Ιωάννη Βέκκου. Μία σειρά από συνόδους επισημοποίησαν την Ορθόδοξη διδασκαλία και κυρίως η Β΄ Σύνοδος των Βλαχερνών, όπου ο γρηγόριος Β΄ Κύπριος συνέταξε τον Τόμο της Πίστεως.

1 Ανδρ. Δημητρακόπουλου, Ιστορία του σχίσματος της λατινικής Εκκλησίας από της Ορθοδόξου Ελληνικής, Λειψία 1867,σ.1
2 Περί του Αγ. Πνεύματος Μυσταγωγίας, PG 102.341B
3 Μ. Φωτίου, Περί της του Αγίου Πνεύματος Μυσταγωγίας 64 PG 102.341B
4 PG 142.569 GR, 604 AD
5 Ε.Β, 388.
6 Ε.Β, 392, PG 142,577 C.
7 Γρηγορίου Κυπρίου, Έκθεσις του τόμου της πίστεως. PG 142, 237Β-238Β
8 Γρηγορίου Κυπρίου, Έκθεσις του τόμου της πίστεως. PG 142,243Β
9 Γρηγορίου Κυπρίου, Περί της εκπορέυσεως του Αγίου Πνεύματος, PG 142, 275D-276A
10 Νικηφόρου Βλεμμύδου, PG 142,541Α
11 Στυλ. Παπαδόπουλου, “Γρηγόριος Β΄ ο Κύπριος”, εν ΘΗΕ 4 στ. 64.
12 Γρηγορίου Κυπρίου, PG 142,233-246.
13 Κρικώνη Χρίστου, Θεοδώρου Β΄ Λασκάρεως περί Χριστιανικής Θεολογίας λόγοι, Θεσσαλονίκη 1988.
14 Γεωργίου Θεοδωρούδη, Η εκπόρευσις του Αγίου Πνεύματος κατά τους συγγραφείς του ΙΓ΄ αι., Θεσσαλονίκη 1990
15 Π. Θεοδώρου Ζήση, Γεννάδιος Β΄ Σχολάριος, Θεσσαλονίκη 1988.
16 Γρηγορίου Κυπρίου, Απολογία προς την κατά του Τόμου μέμψιν ισχυροτάτη, PG 142, 256 CD.